Ιστορικά Στοιχεία
To Κυρίαρχο Στρατιωτικό Τάγμα του Ναού της Ιερουσαλήμ (OSMTH) είναι ένα οικουμενικό Χριστιανικό Ιπποτικό Τάγμα, του οποίου οι ρίζες αρχίζουν πίσω στα 1118 μ. X. και τις Σταυροφορίες όταν ορκίστηκαν εννέα Ιππότες να προστατεύσουν τους προσκυνητές στους δρόμους που οδηγούν στην Ιερουσαλήμ. Αυτοί οι Ιππότες κέρδισαν την εύνοια του βασιλιά Baldwin II της Ιερουσαλήμ (Κόμης της Έδεσσας 1100-1118 μ.Χ. & Βασιλεύς της Ιερουσαλήμ 1118-1131 μ.Χ.) που τους χορήγησε μέρος του χώρου που καταλάμβανε παλαιά ο Ναός του Σολομώντος για να κτίσουν τον στρατώνα τους. Οι Ιππότες λόγω αυτής της συγκυρίας ήταν γνωστοί αρχικά ως Πτωχοί Ιππότες του Χριστού ή και Ιππότες του Ναού του Σολομώντος, ή απλούστερα ως Ιππότες Ναΐτες (Templars). H κληρονομιά που άφησαν οι Ναΐτες είναι το «ΥΠΗΡΕΤΕΙΝ».
Σύμφωνα με τον Άγιο Bernard (1090 – 1153 μ.Χ.), στο έργο του “De laude novae militiae”, που είναι ένας κανόνας εμπνευσμένος από τον μοναστικό Κανόνα του θρησκευτικού Τάγματος των Κιστερκιανών Μοναχών και που γράφτηκε στα 1130 μ.Χ., οι Templars ήταν “ένα νέο είδος ιπποσύνης, άγνωστο στο κοσμικό κατεστημένο,” που βρισκόταν σε μια διπλή σύγκρουση και ενάντια στη σάρκα και το αίμα και ενάντια στις αόρατες δυνάμεις του κακού. Για αυτόν ήταν ένας μοναδικός συνδυασμός Ιππότη και μοναχού.
Σημειωτέον ότι ο Άγιος Βερνάρδος ήταν ουσιαστικά ο πνευματικός υποστηρικτής του Τάγματος μια που αυτός έγραψε και διαμόρφωσε στα χρόνια που ακολούθησαν τους κανόνες λειτουργίας και διαβίωσης των Ιπποτών. Για τους πιο πρόσφατους ιστορικούς, ήταν το πρώτο Στρατιωτικό Τάγμα, που αποτέλεσε πρότυπο σύντομα στους Οσπιταλλιέρους Ιππότες, σε διάφορα Ισπανικά Τάγματα και στο τέλος του δωδέκατου αιώνα στους Τεύτονες Ιππότες.
Δημιουργήθηκαν στο λατινικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ, το 1118 μ.Χ., όταν δύο Γάλλοι Ιππότες, Ούγος Ντε Πεγιένς (Payens) και Γοδεφρείγος Ντε Σαιντ Ομέρ (Saint Omer), ανταποκρίθηκαν σε μια αντιληπτή ανάγκη να προστατευθούν οι προσκυνητές που ταξιδεύουν από το λιμάνι της Γιάφας στα Ιερά μέρη, μέσα και γύρω από την Ιερουσαλήμ. Ενθαρρυμένοι από το βασιλιά Baldwin II και του Καθολικού Επισκόπου της Ιερουσαλήμ Warmund of Picquigny, θεωρήθηκαν αρχικά ότι συμπλήρωναν και συμπορεύονταν με τους Οσπιταλλιέρους (που ιδρύθηκε το 1022 μ.Χ. ως Τάγμα του Αγίου Ιωάννου και αναγνωρίζονται ως Τάγμα της εκκλησίας από τον παπισμό το 1113 μ.Χ., αλλά που δεν στρατικοποιήθηκε μέχρι το 1130 μ.Χ.), το οποίο φρόντιζε για τους αρρώστους και τους εξαντλημένους προσκυνητές στην άφιξή τους στην Ιερουσαλήμ. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι η ίδρυση του Τάγματος εκτός των άλλων ευλογήθηκε και από τον Ελληνορθόδοξο Πατριάρχη Ιεροσολύμων πιθανώς τον Συμεών Β’ (1084 – 1106 μ.Χ.) χρονολογικά παράδοξο αλλά στηριζόμενο σε κάποιες αποδείξεις ήτοι έγγραφα εποχής που αναφέρουν ως ευλογήσαντα τον Πατριάρχη Θεόκλητο, ενώ δεν υπήρξε ποτέ Πατριάρχης με τέτοιο όνομα σύμφωνα με την επίσημη λίστα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Όμως Θεόκλητος ήταν το λαϊκό όνομα του Πατριάρχου Συμεών Β.
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι οι δύο πρωτεργάτες ιδρυτές του Τάγματος μετέβησαν κατά πάσα πιθανότητα στην Ιερουσαλήμ κατά την «Μικρή» λεγόμενη Σταυροφορία που ακολούθησε την 1η Σταυροφορία το 1100 μ.Χ. την επονομαζόμενη Σταυροφορία του Faint-Hearted και επειδή η οργάνωση του νέου Τάγματος δεν έγινε από την μία μέρα στην άλλη αλλά σε αρκετά μεγάλο διάστημα σίγουρα ένα πρώτο μέλημα τους ήταν να δεχτούν την ευλογία των θρησκευτικών ηγετών της Χριστιανοσύνης άρα και του Συμεών. Βέβαια στο σημείο αυτό οι ερευνητές ακολουθούν πολλές διαφορετικές χρονολογίες και συγκεκριμένα αναπτύσσονται άλλες δύο απόψεις για την έλευση των ιδρυτών στους Αγίους Τόπους ήτοι ότι ήλθαν μαζί με τους Σταυροφόρους της Πρώτης (1095-1099 μ.Χ.) Σταυροφορίας ή κατ’ άλλους περί το 1114 μ.Χ. Αν πάλι τηρήσουμε αυστηρά την τελευταία χρονολογία ως και αυτή της ίδρυσης του Τάγματος τότε ευλογήθηκαν από έναν εκ των Σάββα Ιωάννη Η’ ή Νικολάου οι οποίοι κατείχαν τον θρόνο από το 1106 μέχρι το 1156 μ.Χ. αλλά με πολύ αδιασάφητες ημερομηνίες μεταξύ τους.
Εκτός των δύο προαναφερθέντων άλλοι 7 Ιππότες υπήρξαν ιδρυτικά μέλη του Τάγματος. Έτσι συνολικά η πρώτη ομάδα απαρτιζόταν από τους:
Ουγος Ντε Πεγιένς (Hughes de Payens)
Γοδεφρείγος Ντε Σαιντ Ομέρ (Geoffroi de Saint Omer),
Αντρέ Ντε Μονμπάρντ (Andre de Montbard),
Γκούντομαρ (Gundomar),
Αρτσιμπαλντ Ντε Σαιντ Αινιάν (Archambaud de Saint Aignan),
Ροράλ (Roral),
Πεγιέν ντε Μοντιντιέ (Payen de Montdidier).
Γκοντφρουά (Godfroi)
Ζωφρουά Μπισό (Geoffroi Bisol).
Σύμφωνα με άλλους ερευνητές, τα ονόματα των πρώτων 9 Ιπποτών ήσαν:
Ούγος Ντε Πεγιένς (Hughes de Payens)
Γοδεφρείγος Ντε Σαιντ Ομέρ (Geoffroi de Saint Omer),
Αντρέ Ντε Μονμπάρντ (Andre de Montbard),
Γκοντεμάρ (Gondemar)
Αρτσιμπαλντ Ντε Σαιντ Αμάντ (Archambaud de Saint Amand),
Ροσσάλ (Rossal)
Νιβαρ ντε Μοντιντιέ (Nivar de Montdidier)
Φιλίπ ντε Μπορντώ (Philippe de Bordeaux)
Ζακ ντε Μοντινιάκ (Jacques de Montignac)
Διαπιστώνουμε ότι αν εξαιρέσουμε κάποιες διαφορετικές γραφές σε ορισμένα ονόματα στις δύο λίστες υπάρχουν από δύο ονόματα που δεν ταιριάζουν καθόλου μεταξύ τους.
Ο Ούγος ντε Πεγιένς εξελεγη και ο πρώτος Μεγάλος Μάγιστρος του Τάγματος. Οι Ιππότες αυτοί την ημέρα των Χριστουγέννων του 1119 μ.Χ. στο ναό του Αγίου Τάφου της Ιερουσαλήμ ενώνονται με τους 3 κλασσικούς μοναστικούς όρκους για πενία, αγνότητα, υποταγή και έναν επιπλέον όρκο για προστασία των προσκυνητών, παρουσία του Πατριάρχη. Έτσι, λοιπόν, συγκροτείται ο πρώτος πυρήνας του Τάγματος των Φτωχών Ιπποτών του Χριστού. Αυτό είναι ένα Τάγμα μοναστικό που τα μέλη του, όμως, διαθέτουν σπαθί και πανοπλία. Αρχικά ζούσαν ζητώντας ελεημοσύνη και για το λόγο αυτό έγιναν γνωστοί με αυτό το όνομα. Στο ξεκίνημά τους δεν φορούσαν κάποια ξεχωριστή ενδυμασία, αλλά τα απλά ρούχα του επαγγέλματος του καθενός. Ο βασιλιάς Βαλδουίνος Β’ και ο Πατριάρχης τους δίνουν αμέσως χρηματική βοήθεια μέσω εκκλησιαστικών εισοδημάτων. Τους προσφέρουν επίσης κατάλυμα στο Όρος του Ναού. Όσον αφορά τις αρχικές προθέσεις των ιπποτών αυτών πιστεύεται ότι ενδέχεται απλώς να επιθυμούσαν να ιδρύσουν μία μονή ή μία αδελφότητα στην Παλαιστίνη. Ο Μιχαήλ ο Σύριος, ένας ιστορικός της εποχής υποστηρίζει ότι ο Βαλδουίνος ήταν εκείνος που έπεισε τον Ούγο ντε Πεγνένς και τους άλλους 8 να παραμείνουν μάχιμοι ιππότες. Αυτό γιατί είχε αντιληφθεί ότι ήταν πολύ δύσκολο να βάλει σε τάξη το βασίλειό του. Οι υπηρεσίες τους καλωσορίστηκαν σε ένα έδαφος όπου από την κατάκτησή του από την πρώτη σταυροφορία το 1099 μ.Χ., οι Λατίνοι είχαν αποτύχει να επιτύχουν έναν αποδεκτό βαθμό εσωτερικής ασφάλειας, κυρίως επειδή στερήθηκαν το ικανοποιητικό στρατιωτικό δυναμικό.
To Τάγμα του Ναού γρήγορα γίνεται πόλος έλξεως για τους Ευγενείς νέους και όχι μόνο. Πολλοί από όλον τον Χριστιανικό κόσμο ζητούν αποδοχή εισδοχής τους στο Τάγμα όπου βρίσκουν:
.- Ένα ιδανικό να αφοσιωθούν και να υπηρετήσουν.
.- Μια ελκυστική περιπέτεια. νέες εμπειρίες, γνώση μακρινών τόπων και μάχη κατά των απίστων υπέρ της Πίστεως του Χριστού.
.- Έναν αρχηγό τον οποίον εμπιστεύονται και υπακούν ανεπιφύλακτα.
.- Ένα Τάγμα στο οποίο να ανήκουν με την Μεσαιωνική έννοια «μια θέση αξιοπρεπή και ασφαλή στην κοινωνία».
.- Οικογένεια που αντικαθιστά αυτή που τους παραμέρισε χάριν του προνομίου του πρωτότοκου.
.- Προστασία βοήθεια και οικονομική ασφάλεια.
.- Ένα κανόνα πειθαρχικής ζωής, ζωής με νόημα.
.- Γόητρο και κύρος που αυξάνει κατά πολύ τον τίτλο ευγενείας που πήραν από την οικογένειά τους.
.- Συντρόφους. αδελφούς, συμπολεμιστές που παραστέκονται πάντα σε κρίσιμες ώρες.
Βέβαια δεν λείπουν και αυτοί που ζητούν εισδοχή στοχεύοντας καν ελπίζοντας να αποκτήσουν γη και πλούτη μόνο μέσω του Τάγματος. Αυτοί όμως γρήγορα αποθαρρύνονται σχεδόν από την πρώτη στιγμή και απομακρύνονται.
Από το 1118 μ.Χ., εντούτοις. η επιχείρηση δεν φάνταζε ως μοναδική: οι πρωταγωνιστές εμποτίστηκαν με μια επιθυμία να εκπληρωθεί η βιβλική εντολή για να αγαπήσουν τον πλησίον τους, αλλά δεν ήταν τελικά ένα μοναστικό τάγμα.
Σημαντική χρονολογία στη ζωή του Τάγματος ήταν το συμβούλιο στην Troyes της Καμπανίας τον Ιανουάριο. του 1129 μ.Χ., όταν ενεκρίθη η ίδρυση του Τάγματος, και έγιναν αποδεκτοί επίσημα από τον Matthew of Albano. τον παπικό απεσταλμένο και τους δόθηκε ένας νέος κανόνας, που γράφεται στα λατινικά, συνταγμένος σε 72 άρθρα. Με τον κανόνα αυτό υιοθετείται και το φημισμένο λευκό ράσο που προερχόταν από τους Κιστερκιανούς μοναχούς, προσθέτοντας σε αυτό έναν κόκκινο σταυρό. Ορισμένες ενδεικτικές υποχρεώσεις για τους ιππότες που περιλαμβάνονται στον κανόνα του τάγματος είναι οι εξής:
-Υποχρέωση τέλεσης καθημερινών λειτουργιών.
-Απαγόρευση της συναναστροφής των ιπποτών με αφορισμένους ιππότες, αν όμως ένας από αυτούς έρθει ικέτης στο Ναό οφείλουν να τον δεχθούν χριστιανικά.
-Η ενδυμασία του τάγματος είναι λευκοί μανδύες, απλοί και χωρίς γούνα, εκτός και αν είναι από αρνί ή κριάρι, απαγορεύονται τα λεπτά υποδήματα με τις ανασηκωμένες μύτες που ήταν τότε της μόδας.
-Οι ιππότες επιβάλλεται να κοιμούνται με το πουκάμισο και τα εσώρουχα, σ’ ένα στρώμα, με ένα σεντόνι και μία κουβέρτα.
-To φαγητό των ιπποτών διεξάγεται με σιωπή, σε κοινή γαβάθα για 2. Σίτιση με κρέας 3 φορές την εβδομάδα.
-Μετάνοια τις Παρασκευές.
-Εγερτήριο τα ξημερώματα. αν η δουλειά τους ήταν κοπιαστική τους παραχωρείται μία ακόμα ώρα ύπνος, όμως σε αντάλλαγμα πρέπει να πουν 13 Πάτερ ημών από το κρεβάτι τους.
Επίσης, ο κανόνας επιμένει ιδιαίτερα στον όρκο αγνότητας μιας και ον Ναΐτες ήταν μοναχοί που δεν ζούσαν σε μοναστήρια αλλά ζούσαν μέσα στον κόσμο και πολεμούσαν. Τονίζεται, λοιπόν, στον κανόνα ότι η συναναστροφή με γυναίκες είναι πολύ επικίνδυνη και ότι οι ιππότες δεν επιτρέπεται να ασπάζονται παρά μόνο τη μητέρα τους, ή την αδερφή τους.
Η ώθηση που δόθηκαν από την παπική έγκριση και η δημοσιότητα που παρήχθη από τις επισκέψεις των ηγετών του Τάγματος στη Γαλλία, την Αγγλία και τη Σκωτία στους μήνες πριν από το συμβούλιο εξασφάλισαν ότι το νέο Ιπποτικό Τάγμα (Kinghthood) θα επιβίωνε για πολλά χρόνια μετά τους ιδρυτές του. Η παπική αναγνώριση στο Συμβούλιο της Troyes ακολουθήθηκε από το ζήτημα τριών βασικών κλειδιών, που καθιέρωσαν το Τάγμα ως προνομιούχο κάτω από την εξουσία της Ρώμης. To Omne Datum Optimum (1139 μ.Χ.) παγίωσε την αυξανόμενη υλική βάση του Τάγματος επιτρέποντας να παίρνουν λάφυρα κατά τις μάχες για να χρησιμοποιηθούν στην συνέχιση των Ιερών Πολέμων πράγμα που τοποθετεί τις δωρεές άμεσα κάτω από την παπική προστασία και που χορηγεί έτσι την απαλλαγή από την πληρωμή του φόρου της δεκάτης.
Ενίσχυσε επίσης τη δομή του Τάγματος με το να καταστήσει όλα τα μέλη υπόλογα στον Κύριο του Τάγματος και με την προσθήκη ενός νέου βαθμού των ιερέων Templars στην υπάρχουσα οργάνωση των Ιπποτών και των Λοχιών. To Τάγμα μπορεί τώρα να έχει τους δικούς του ρήτορες και να θάβουν τους νεκρούς τους μόνον σε δικά τους νεκροταφεία. To Milites Templi (1144 μ.Χ.) διέταξε την ιεροσύνη να προστατεύει το Τάγμα καν ενθάρρυνε τους πιστούς να συμβάλλουν στην προσπάθειά του, ενώ συγχρόνως επέτρεπε στους Templars να κάνουν ένα «έρανο» μία φορά το χρόνο ακόμα και σε περιοχές κάτω από απαγόρευση. Η Militia Dei (1145 μ.Χ.) παγίωσε την ανεξαρτησία του Τάγματος από την τοπική ιεραρχία με την ισχυροποίηση όλων των ανωτέρω προνομίων.
Όπως αυτά τα προνόμια δείχνουν. κατά τη διάρκεια της εποχής του 1130 μ.Χ. το Τάγμα είχε προσελκύσει αυξανόμενους αριθμούς δωρητών, αποδεικνύοντας πόσο ειδικά δημοφιλές ήταν σε εκείνο τον τομέα της γαλλικής αριστοκρατίας που ενώ δεν μπόρεσε να επιδιώξει την κοινωνική αλλαγή, κράτησε τα κάστρα και τα κτήματα και θα μπορούσε να κινητοποιήσει τους υποτελείς αν και σε μια μέτρια μόνο κλίμακα. Επιπλέον, οι κυβερνήτες της Αραγονίας και της Πορτογαλίας. αντιμετωπίζοντας άμεσα προβλήματα εχθροπραξιών στα σύνορά τους, απέδειξαν τη στρατιωτική αξία τους περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. To Τάγμα έτσι δημιουργεί σημαντικές βάσεις στη δύση, όχι μόνο στη Γαλλία, την Προβηγκία, την Ιβηρική και την Αγγλία, όπου ήταν πρώτα γνωστοί. αλλά και στην Ιταλία, τη Γερμανία, και τη Δαλματία και, με τις λατινικές κατακτήσεις της Κύπρου από 1191 μ.Χ. και του Μωριά (Πελοποννήσου) από 1204 μ.Χ. σε εκείνες τις περιοχές επίσης. Μέχρι τον πρόσφατο δέκατο τρίτο αιώνα μπορούν να έχουν τουλάχιστον 870 κάστρα preceptories και τις εγκαταστάσεις φίλων τους που εξαπλώνονται πέρα από τη λατινική χριστιανοσύνη.
Κατά τη διάρκεια του 12ου και 13ου αιώνα αυτή η ιδιοκτησία ανέπτυξε ένα δίκτυο υποστήριξης που παρείχε τα άτομα. τα άλογα, τα χρήματα, και γενικότερα τα εφόδια για τους Ιππότες της Ανατολής. Η ανάπτυξη ενός ρόλου τραπεζίτη προέκυψε από αυτές τις περιστάσεις, γιατί οργανώθηκαν σωστά για να προσφέρουν πίστωση και είδη ανταλλαγής μέσω των ιδιοκτησιών τους στην Ανατολή και στη Δύση. Ήταν ένα σύντομο βήμα για να μεταφερθούν σε εργασίες γενικότερης χρηματοδότησης ξέχωρη από την δραστηριότητα των Σταυροφοριών. Από το 1290 μ.Χ. η έδρα τους στο Παρίσι μπορούσε να προσφέρει μια τράπεζα καταθέσεων καθώς και ενεχυροδανειστήριο ανοικτά σε καθημερινή βάση και χρηματιστηριακό γραφείο για διαχείριση μεγάλων αξιών. Η δομή του Τάγματος ισχυροποιήθηκε χάριν στις αποτελεσματικές επικοινωνίες συμπεριλαμβανομένης της μεσογειακής ναυτιλίας της.
Μαζί με τους Οσπιταλλιέρους (Hospitallers), οι Ναΐτες έγιναν έτσι οι μόνιμοι υπερασπιστές των λατινικών κυριαρχιών, που τους εμπιστεύτηκαν όλο και περισσότερο με τη δημιουργία κάστρων κλειδιών και φέουδων. Από το 1180 μ.Χ. θα μπορούσαν να καλέσουν τουλάχιστον 600 Ιππότες στην Ιερουσαλήμ. την Τρίπολη και Αντιόχεια, και ίσως τριπλάσιο αριθμό λοχιών. Καμία σημαντική μάχη δεν πραγματοποιήθηκε χωρίς τη συμμετοχή τους. Στο δέκατο τρίτο αιώνα, το Τάγμα ήταν το μόνο ικανό ίδρυμα να κτίσει τα μεγάλα κάστρα όπως το Athlit (Κάστρο των προσκυνητών) (1217-21 μ.Χ.), στην ακτή στο νότο της Χάιφα. και το Safed (στα 1240 μ.Χ.), που εξουσίαζε τους λόφους της Γαλιλαίας. Τέτοια στρατιωτική και οικονομική ισχύς, μαζί με τα εκτενή παπικά προνόμια. τους έδωσε την απέραντη επιρροή στη λατινική Ανατολή και. κατά περιόδους, οδήγησε στη σύγκρουση με άλλες οργανώσεις. Ο William. Αρχιεπίσκοπος της Τύρου, ο σημανηκότερος εγγενής Χριστιανός χρονικογράφος στο δωδέκατο αιώνα, που ανατράπηκε εξ αιτίας αυτών που θεώρησε ότι ήταν παραβιάσεις των επισκοπικών δικαιωμάτων, ισχυρίστηκε ότι οι Ναίτες ξέχασαν την αρχική ταπεινότητά τους και περιγράφει διάφορα γεγονότα στα οποία εμφανίζονται να αγνοούν τη βασιλική πολιτική.
Ο Βασιλιάς Amalric (1163-74 μ.Χ.) ήταν ιδιαίτερα εναντίον τους όταν το 1173 μ.Χ. μια ομάδα Ναϊτών δολοφόνησε έναν απεσταλμένο από το διαφωνούν μουσουλμανικό τμήμα των Assassins με τους οποίους διαπραγματευόταν καταστρέφοντας κατά συνέπεια την προσπάθεια του βασιλιά να επιτύχει μια συμμαχία. Στο δέκατο τρίτο αιώνα, καθώς η σχετική δύναμή τους αυξήθηκε πολύ αναμίχθηκαν στη σύγκρουση και ειδικότερα στον πόλεμο που προέκυψε από μια διαφωνία μεταξύ των Βενετών και των Γενοβέζων για την κατοχή του μοναστηριού του Αγίου Σάββα (κοντά στην Άκκρα) μεταξύ 1256 και 1258 μ.Χ. Οι Ναίτες πήγαν με την Ενετική πλευρά ενώ οι Οσπιταλλιέροι υποστήριζαν τους Γενοβέζους.
Τέτοια γεγονότα έχουν ενισχύσει τη σύγχρονη φήμη τους για πεισματάρικη συμπεριφορά μια φήμη που αναπτύχθηκε κατά ένα μέρος από τις συμβουλές που δίνονται από τον Μάγιστρο Gerard Ridefort στον Βασιλιά Guy τον Ιούλιο του 1187 μ.Χ. που κατέληξαν στη συντριπτική νίκη του Saladin στη μάχη του Hattin. Εντούτοις η συμπεριφορά των Ναϊτών έχει κατά πολύ μεγαλοποιηθεί. Τις περισσότερες φορές ήταν πραγματικά προσεκτικοί γιατί ήταν καλά ενήμεροι για την συνεχή αστάθεια των Λατινικών κρατών στην Ανατολή. Ήταν. παραδείγματος χάριν δική τους επιτυχία κατά ένα μεγάλο μέρος όταν κατόπιν συμβουλής των ηγετών του Τάγματος ότι ο Άγγλος Βασιλιάς Richard I, εγκατέλειψε την επίθεσή του στην Ιερουσαλήμ τον Ιανουάρνο του 1192μ.Χ.
Ο Λατινικός νόμος του 1129 μ.Χ., που ήταν επηρεασμένος από μια μοναστική καθιέρωση με λίγη πρακτική εμπειρία, απεδείχθη σύντομα ανεπαρκής για μια τέτοια αναπτυσσόμενη οργάνωση. Τα νέα τμήματα, που γράφτηκαν στα γαλλικά, προστέθηκαν, πρώτα στα 1160 μ.Χ.. όταν καθόρισαν με 202 προτάσεις την ιεραρχία του Τάγματος και καθόρισαν τις στρατιωτικές λειτουργίες του και έπειτα, μέσα στα επόμενα είκοσι έτη, επιπλέον 107 προτάσεις για την πειθαρχία του κοινοβίου και 158 προτάσεις για την διαχείριση των οικονομικών και την επιβολή των κανόνων τιμωρίας. Μεταξύ 1257 και 1267 μ.Χ.. καθιερώθηκαν 113 προτάσεις ιστορικών στοιχείων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως προηγούμενα στην διοικητική μέριμνα και το ποινολόγιο. Η ύπαρξη μιας έκδοσης του κανόνα στα Καταλανικά. που χρονολογείται μετά από το 1268 μ.Χ., εμφανίζει ότι οι προσπάθειες έγιναν για να εξασφαλιστεί ότι το περιεχόμενό του έγινε κατανοητό ευρέως μέσα στο Τάγμα. Αν και αυτό δεν υποβλήθηκε ποτέ σε μια λεπτομερή εσωτερική μεταρρύθμιση, αυτές οι προσθήκες δείχνουν ότι το Τάγμα δεν λησμόνησε ποτέ την ανάγκη να διατηρηθούν τα πρότυπα.
Η απώλεια της Άκκρας το 1291 μ.Χ. και η κατάκτηση της Παλαιστίνης και της Συρίας από τους Μαμελούκους έχουν φανεί συχνά σαν μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία των Ναϊτών, γιατί το Τάγμα αφέθηκε προφανώς χωρίς έναν συγκεκριμένο ρόλο σε μια κοινωνία που εμποτίστηκε βαθιά με την ιδέα της οργανικής ενότητάς της. Πράγματι, η αποτυχία των στρατιωτικών ταγμάτων να αποτραπεί η πρόοδος του Ισλάμ είχε προκαλέσει την κριτική τουλάχιστον από το 1230 μ.Χ. με την απώλεια της χριστιανικής κατοχής στην ηπειρωτική χώρα, δίνοντας έτσι στους αντιπάλους μια συγκεκριμένη αφορμή για τις επιθέσεις τους. Η εποικοδομητικότερη αυτών των κριτικών υποστήριξε μια ένωση των Ναϊτών και των Οσπιταλλιέρων ως πρώτο βήμα σε μια λεπτομερή επαναξιολόγηση των δραστηριοτήτων τους, αν και τα ίδια τα Τάγματα εμφάνισαν ελάχιστη προθυμία για τέτοια σχέδια. Δεν υπήρξε, εντούτοις καμία πρόταση ότι κάθε Τάγμα έπρεπε να καταργηθεί.
Εδώ θα πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι κατά τα τέλη του 13ου ανώνα οι Ναϊτες κατείχαν γη και κάστρα και στον Ελλαδικό χώρο όπως στον Μοριά (στην Καλαμάτα. στην Παλαιόπολη. στην Κυλλήνη), στην Λαμία, στην Εύβοια και σε πολλά άλλα σημεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τα Φέουδα αυτά προήλθαν από τις αγορές που έκαναν οι Ναΐτες από Φράγκους κατά κύριο λόγο Ιππότες που οι πρόγονοί τους είχαν λάβει μέρος στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης στην 4η Σταυροφορία και αργότερα τα πούλησαν μη αντέχοντας το υψηλό κόστος συντήρησής τους κατά κύριο λόγο. Οφείλουμε να τονίσουμε ότι ουδείς Ναΐτης έλαβε μέρος στην κατάληψη της Πόλης το 1203 μ.Χ. διότι δεν μετείχαν στην 4η Σταυροφορία.
Βεβαίως είναι γνωστό ότι για την κατάληψη το Βυζάνιο δεν ήταν άμοιρο της καταστροφής. Την περίοδο εκείνη ουσιαστικά η Ελλάδα και ένα μέρος της Μικράς Ασίας ήταν όλη η αυτοκρατορία. Όλο το υπόλοιπο τμήμα είχε χαθεί από ανάξια διακυβέρνηση και εκκλησιαστικές ίντριγκες. Οι δυνάμεις των Φράγκων και Γερμανών βάδισαν προς Κωνσταντινούπολη που εσπαράσετο από αλλεπάλληλα φονικά αυτοκρατόρων και αξιωματούχων κατόπιν προσκλήσεως του αυτοκράτορα Αλεξίου Δ’ ο οποίος ζήτησε τη βοήθεια του Βονιφάτιου για να σφετεριστεί τον θρόνο από τον νόμιμο (???) αυτοκράτορα και θείο του Αλέξιο Γ’ που είχε εκθρονίσει τον Ισαάκιο Β. Ο Αλέξιος Δ’ είχε υποσχεθεί τεράστια αμοιβή στους Σταυροφόρους για την στήριξή τους πράγμα που δεν έγινε μια που τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια. Έτσι παρά τις προσπάθειες των επικεφαλής εφόσον δεν υπήρξε ανταμοιβή συνέβη η καταστροφή που αναφέρετε. Άρα ένοχοι ήταν οι ίδιοι οι Βυζαντινοί κατά κύριο λόγο. Και βασικά ουδεμία σχέση είχε το Τάγμα του Ναού με την καταστροφή. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι αυτή η κατάληψη μακροπρόθεσμα έδωσε ζωή 2 τουλάχιστον αιώνων επιπλέον στην καταρέουσα Βυζαντινή Αυτοκρατορία γιατί με την συμπαράσταση των Δυτικών άντεξε στην πίεση των Τούρκων και λοιπών συμμάχων τους. Στην πραγματικότητα, οι Ναΐτες συνέχισαν με σθένος τους Ιερούς Πολέμους από την βάση τους στην Κύπρο, και σύμφωνα με τους περισσότερους συγχρόνους μελετητές, δεν είδαν ότι με τα γεγονότα του 1291 μ.Χ. αναπόφευκτα ερχόταν η πτώση.
Η επίθεση εναντίον τους από το βασιλιά της Γαλλίας, Φίλιππο Δ τον επονομαζόμενο Ωραίο τον Οκτώβριο του 1307 μ.Χ. που βασίστηκε σε ψευδείς καταγγελίες για αίρεση και βλασφημία (Vehement suspicion) αλλά στην ουσία οφείλονταν στο να ικανοποιήσει τις ιδιοτελείς του σκοπιμότητες προκειμένου να οικειοποιηθεί την τεράστχα περιουσία του Τάγματος και να απαλλαγεί από τα υπέρογκα χρέη που είχε προς αυτό. Σ’ αυτό συνηγόρησε ο Πάπας Κλήμης Ε με συναίνεση της «Οικουμενικής» Συνόδου της Βιέννης του 1311-1312 μ.Χ. που κατήργησε όχι με τελεσίδικη δικαστική απόφαση αλλά με «αποστολική προνοία» διοικητική πράξη το Τάγμα. Στο τέλος, ούτε η περιορισμένη επέμβαση από τον Πάπα ούτε μια ενεργή υπεράσπιση από μερικούς Ναΐτες δεν θα μπορούσε να σώσει το Τάγμα. Σημειωτέον ότι οι Ναΐτες πιστοί στην υπόσχεσή τους να μην υψώσουν ξίφος κατά Χριστιανών δεν αντιστάθηκαν καθόλου καν παρέδωσαν αμαχητί τα κάστρα τους στις βασιλικές δυνάμεις. Τα περιουσιακά τους στοιχεία μεταφέρθηκαν έπειτα στους Οσπιταλλιέρους από τον βασιλιά που φρόντισε να τα οικειοποιηθεί στην συνέχεια. Οι Ιππότες του Τάγματος οδηγούνται στη συνέχεια με την ψευδή κατηγορία της αίρεσης σε ανακρίσεις από την Ιερά Εξέταση όπου με φρικτά βασανιστήρια τους αποσπώνται ψευδείς ομολογίες. Ο τελευταίος Μάγιστρος του Τάγματος Ζάκ ντε Μολαί και ο Γκοντεφρουά ντε Σαρναί καίγονται στην πυρά εκείνη την αποφράδα ημέρα της 19ης Μαρτίου του 1314 μ.Χ. κατ’ εντολή του βασιλιά και το Τάγμα επισήμως διαλύεται.