Γιατί νίκησε ο Χριστιανισμός; Μια Ιστορική Ανασκόπιση
Εισαγωγή
Η παρούσα μελέτη δοκιμάζει να δώσει απάντηση στο ερώτημα: Γιατί υπερίσχυσε ο Χριστιανισμός επάνω από όλες τις άλλες θρησκείες που είχαν κατακλίσει την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τον πρώτο αιώνα της εποχής μας; Ποίοι ήταν οι παράγοντες που οδήγησαν σε αυτήν την εκπληκτική νίκη επάνω στις άλλες σύχρονές του θρησκείες; Τι καινούργιο και τι διαφορετικό προσέφερε ο Χριστιανισμός;
Αυτές οι απορίες με απασχολούν από αρκετό καιρό. Στην αρχή ακολούθησα τον εύκολο δρόμο. Ρώτησα να με φωτίσει ένας καλός φίλος ιερομένος. Μου απάντησε αμέσως: Μα, διότι ο Χριστιανισμός είναι η Αλήθεια…. Εχει την Θεία Χάρη…. Διδάχτηκε από τον Υιόν του Θεου!…… Αυτός ήταν πολύ χαρούμενος και ικανοποιημένος από την εξήγηση και εξεπλάγει που δεν έμεινα και εγώ ικανοποιημένος…. Μιά τέτοια απάντηση είναι αρκετή σε έναν πιστό Χριστιανό. Αλλά ο πιστός δεν έχει καμιά ανάγκη να υποβάλει τέτοιου είδους ερωτήσεις. Τα θεωρεί αυτά δεδωμένα. Προσωπικά όμως, θα ήθελα να έχω επιχειρήματα, που να μου δώσουν την δυνατότητα να πείσω όχι έναν πιστό Χριστιανό, αλλά έναν ΜΗ πιστό του Χριστού, που είναι τα 70% των ανθρώπων στην γή. Προσωπικά δεν αρνούμαι και δεν υποβιβάζω την αξία και την σπουδαιότητα αυτών των υπερφυσικών παραγόντων, όπως η θεία χάρις, η θεία βούληση και η θεία προέλευση του Χριστού, που συνέβαλαν άλλωστε ουσιαστικά στην επικράτηση του Χριστιανισμού. Αυτά όμως δεν πείθουν έναν μη Χριστιανό, και ίσως μάλιστα να του προκαλέσουν θυμηδία. Αυτό που χρειάζομαι είνα ακλόνητα ιστορικά δεδωμένα, που δεν κατορθώνει κανείς να καταρρίψει. Τέτοια έψαξα να βρώ και όσα βρήκα, εκθέτω παρακάτω.
Η ηθική κατάσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πριν 2.000 χρόνια
Αυτή που αποκαλούμε δοξασμένη Ρωμαϊκή κυριαρχεία, κυβερνά τον δυτικό πολιτισμένο κόσμο από την Ισπανία μέχρι την Μεσοποταμία, και από την Κεντρική Γερμανία μέχρι την Βόρεια Αφρική, και κατορθώνει να επιτύχη αυτό, παρόλο το περιοριμένο γηγενές ρωμαϊκό ανθρώπινο δυναμικό της, για δυό λόγους. Την στρατιωτική της υπεροχή και τις ηθικές της αρχές. Η στρατιωτική δύναμη συνεχίζει να αυξάνει με την κατάληψη νέων χωρών και την ένταξη αλλοεθνών στρατιωτών στις ρωμαϊκές λεγεώνες, αλλά αρκετά πρίν από την εμφάνιση του Χριστιανισμού, το ηθικό και θρησκευτικό υπόβαθρο έχει αρχίσει να κλονίζεται. Η παρακμή, η αναρχία, η διαφθορά, έχουν μολύνει την Δημοκρατία. Οι πολίτες χάνουν την ηθική τους βάση, γιατί το κράτος κυβερνάται από άτομα τα οποία δεν έχουν πλέον τις αρετές του παρελθόντος, που τους είχαν επιτρέψει να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη του λαού για να πραγματοποιήσουν μεγαλειώδεις πράξεις. Η εγκαθίδρυση της Αυτοκρατορίας ανακόβει μόνο προσωρινά την κατάπτωση. Το τέλος της λαμπρής περιόδου των Αντωνίνων, δηλαδή από το 96 μεχρι το 192 μ.Χ., φέρνει τέλεια αναρχία και ηθική κατάπτωση. Πράγματι, μετά τους Νέρβα, Τραίανό, Αδριανό, Αντωνίνο, Μάρκο Αυρίλιο και Κόμοδο, εποχή που οι αυτοκράτορες δεν ακολουθούσαν αυτόματη διαδοχή λόγο οικογενειακής συγγένειας, αλλά αυστηρή επιλογή και υιοθεσία, ήρθε η σκοτινή εποχή που ανακηρύσσονται μεσα σε ένα αιώνα σαράντα πέντε αυτοκράτορες, και οι εικοσιτέσσερεις από αυτούς τελειώνουν την ζωή τους με βίαιο θάνατο. Η Ρώμη και η αυτοκρατορία έχουν καταντήσει ένας κόσμος βρώμας, αηδίας, λαϊκών πανηγυριών, καρναβαλιών και ανηθικότητας.[1] Μόνο ελάχιστοι ικανοί αυτοκράτορες, όπως ο Διοκλητιανός (284-305) και ο Κωνσταντίνος (306-337), κατορθώνουν να εμφυσίσουν μιαν ηθικήν αναγέννηση. Είναι όμως αργά για τον ξεφτισμένο πιά παγανιστικό δωδεκαθεϊσμό.
Η μελέτη αυτή δημοσιεύτηκε σε πρώτη μορφή αγγλικά, στην ιστοσελίδα του Imperial and Masonic Order of the Red Cross of Constantine and the Holly Sepulcre, Επαρχία Κάτω Χωρών (Benelux) με έδρα την Ολλανδία, και αργότερα στην ετήσια έκδοση της Κανονικής Μεγάλης Στοάς του Βελγίου, Acta Macioca τόμος 20 (6010).
Η παρούσα μορφή της μελέτης είναι πληρέστερη.
Η κατάσταση της πατροπαράδοτης θρησκείας.
Όντως, παράλληλα με την ηθική κατάπτωση της κοσμοκρατορικής αυτοκρατορίας, η πατροπαράδοτη Δωδεκαθεϊκή θρησκεία, το θεμέλιο τότε της εξουσίας, μετά οκτώ αιώνες κραταιής παρουσίας και συντονισμού του κράτους, έχει πιά παραποιηθεί και ασχολείται μόνο με προλήψεις, με λιτανείες, με ζωοθυσίες, με κούφια ξεφαντόματα. Με ένα λόγο, από την Ελληνική δωδεκαθεϊκή λαμπρότητα, δεν έχει απομείνει παρά μια σκιά του παρελθόντος. Παρόλο που είχε παραγάγει μια από τις λαμπρότερες μυθολογικές ενώτητες, πλούσια σε διδασκαλία και φιλοσοφικές παραβολές, έχει καταντήσει πλέον στείρα και αποτελματική. Ο λαμπρός ψυχολόγος Καρλ Γκούσταφ Γιούγκ έλεγε στους μαθητές του: Μελετήστε την Μυθολογία και δεν χρειάζεται να διαβάσετε άλλο βιβλίο ψυχολογίας. Θα καταλάβετε έτσι όλα τα προβλήματα και τους κανόνες της ψυχολογίας. Μιλούσε βεβαια, για την ελληνική αρχή της. Την εποχή όμως της γέννησης του Χριστού, οι μύθοι δεν έλεγαν πιά τίποτα στον κοινό πολίτη. Μην ξεχνάμε ότι ο Παγανισμός ήταν απο την αρχή του θρησκεία δύο επιπέδων: Δηλαδή, το άνωτερο επίπεδο που αποτινόταν στην διανοητικά ανεπτηγμένη κοινονική τάξη, τους μορφωμένους, με πανέμορφες και βαθειά φιλοσοφημένες μυήσεις και φιλοσοφικά μυστήρια, ικανοποιούσαν μόνο τους λίγους μορφωμένους, διότι είχαν την δυνατότητα να τα εννοήσουν. Δυστυχώς αυτοί οι «εκλεκτοί», δεν ήσαν παρά μια ελάχιστη μερίδα του λαού. Το κατώτερο επίπεδο της θρησκείας, που ήταν καταληπτό από το αγράμματο πλήθος, δεν απαιτούσε τίποτα άλλο από μια παθητική και κενή συμμετοχή του σε ανόϊτες τελετές. Είπε ο Σωκράτης σε πλατωνικό διάλογο: «Οι τελετές έχουν καταντήσει κοινά γλέντια και πομπές μεθυσμένων, που δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να κάνουν λιτανείες κρατόντας κλαδιά δέντρων και να τραγουρδάν». Αυτος ειναι ο λόγος, ώστε πριν ακόμα έρθει ο Χριστός στον κόσμο, οι κοινοί άνθρωποι, που αρχίζουν σιγά σιγά να μορφώνται, αποζητούν μιαν κάποια αλλαγή, διψούν για κάτι ανώτερο, βαθύτερο, για να γιομίζει την διανόηση τους. Με ένα λόγο, κάτι που να αποτείνεται πιά και σε αυτούς. Δεν γνωρίζουμε καλά αν ο Παγανισμός είχε ποτέ κάτι ανάλογο να προσφέρει στον αγράμματο λαό στο παρελθόν, αλλά στην εποχή που μας απασχολεί, έχει καταντήσει τελείως ανίκανος.
Η ελληνορωμαϊκή θρησκευτική ανανέωση
Η πρώτη επίσημη θησκευτική αντίδραση γίνεται το 212 π.Χ., με την κάπως χλιαρή απαγόρευση από το κράτος όλων των ξένων θρησκειών, που είχαν πλημμυρήσει την Ρώμη, διότι είχε γίνει κατανοητό τότε η λυπητερή κατάταση της επικτατούσης επίσημης δωδεκαθεϊκής θρησκείας και με αυτήν την απαγορευτική ενέργεια, γίνεται προσπάθεια να διορθωθεί η κατάσταση. Παρόλο που οι θρησκείες δεν σβύνουν με κρατικά διατάγματα, δίνεται έτσι κάποια νέα πνοή γιά ανανέωση και αναζωογόνηση των διαφόρων τάσεων της πατρογονικής ελληνορωμαϊκής θρησκείας, όπως οι ακόλουθες:
Η λατρεία της Δήμητρος και της Περσεφόνης. Η καθαρά ελληνική λατρεία της Μητρός και της Κόρης, βασίζεται στον μύθο της απαγωγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, θεό του Κάτω Κόσμου. Η Δήμητρα αποχωρεί από τον κόσμο και κλείνεται σε παλάτι στην Ελευσίνα. Η θλίψη της εμποδίζει την γή να προσφέρει καρπούς. Ο κόσμος πεινά. Ο σοφός πατέρας των θεών Ζεύς, βρήσκει την λύση. Τους τέσσερεις μήνες του χειμώνα να μένει η Περσεφόνη κοντά στον άνδρα της στον Άδη, και τους υπόλοιπους οκτώ μήνες στον πάνω κόσμο κοντά στην μητέρα της Δήμητρα. Η φύση ξαναβρήσκει έτσι τον φυσιολογικό της ρυθμό, και η ζωή συνεχίζεται. Σπουδαία μυστήρια γίνονται στην Αθήνα και την Ελευσίνα κάθε χρόνο, που έχουν κεντρικό δίδαγμα τον θάνατο και την ανάσταση. Με σπουδή λαμβάνουν μέρος άνδρες και γυναίκες κάθε κοινωνικής τάξης, με μόνο κριτήριο να είναι ελεύθεροι, να μιλούν ελληνιικά και να έχουν την δυνατότητα να κατανοούν τα τεκτενόμενα. Κάτοικοι της Ελλάδος, των ελληνιστικών βασιλείων, καθώς και Ρωμαίοι, πέρνουν με θρησκευτική ευλάβια μέρος στα Μυστήρια και ο ιερός χώρος της Ελευσίνος τιμάται όχι μόνο με τάματα και αγάλματα, αλλά και με πολλά κτήρια.
Η λατρεία του Διονύσου συνεχίζεται από τους προελληνικούς και αρχαϊκούς χρόνους. Οταν ο Απόλλων αποχωρεί από τους Δελφούς τον χειμώνα, για να επισκεφθεί τις Υπερβόρειες πατρικές του περιοχές, το Μαντείο σταματά να λειτουργεί. Τότε ο Διόνυσος, που είναι θαμένος στο κέντρο του Ναού του Απόλλωνος, ανασταίνεται και οι Βάκχες, ιέρειες του Διονύσου, καταλαμβάνονται από ιερή «τρέλλα», ανεβοκατεβαίνουν όλη την νύχτα τις πλαγές του Παρνασσού αλλαλάζοντας, και πέφτουν την αυγή ξεθεώμενες σε βαθύ ύπνο για να ξαναξυπνήσουν πάλι το δείλι και να επαναλάβουν τις τρομακτικές τους αλλοφροσύνες. Ενα Ιερό μυστήριο παιζόταν κάθε δύο χρόνια στο ολοστρόγγυλο Αλώνι των Δελφών, κοντά στο ιερό του Απόλλωνος, για να υπενθυμίζει το θάνατο και την ανάσταση του Διονύσου. Ανάλογη μυθολογική περιπέτεια ειχε ο Διόνυσος στην Κρήτη, όπου ονομαζόταν Ζαγρεύς.
Ο Διονυσιακός Εξτασιασμός, ήταν βασισμένος στον αρχαϊκό μύθο του Διονύσου, τον φόνο του, τον καταβρωχθησμό του από τους Γίγαντες και την ανάστασή του από τον Δία. Παράξενη όντως θρησκεία, τελείως μυστηριακή, με τελετές που δεν πολυγνωρίζουμε, ριζωμένες στην φήμη του Διονύσου ως θεού της έκστασης, και με έκσταση εννοεείται κάτι ανάλογο με την χριστιανική ανάταση και θεώρηση της θεότητος, δηλαδή κάτι σαν αυτό που κατείχε τον Αγιο Φραγκίσκο της Ασσίζης ή τον Άγιο Ισαάκ τον Ομολογητή, που έπεφταν σε έκταση και ζούσαν μονο για αυτές τις στιγμές της θείας ενατενίσεως και αναστάσεως. Οι λάτρεις της θρησκείας αυτής εγένοντο δεκτοί μετα από αυστητή μύηση. Λέγεται ότι ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος, ο θεμελιωτής αργότερα του Χριστινιανισμού ως επίσημης κρατικής θρησκείας, ήταν Μάγιστρος της λατρείας αυτής. [2]
Ο Ορφισμός βασίζεται στον πρωταρχικό μύθο του Ορφέως, τον βίαιο θάνατό του και την ακόλουθη ανάστασή του. Αυτή η θρησκευτική αντίληψη, έχει σχέση με την οργιαστική λατρεία του Διονύσου, αλλά δοκιμάζει όχι μόνο να μετριάσει τις υπερβολές και ακρότητές της που αναφέραμε πραραπάνω, αλλά και επιδιώκει να διδάξει την εγκράτεια σε όλες τις ορέξεις, ποτού, φαγητού και ερωτισμού. Κατά την μυθολογία, η λύρα του Ορφέως μαγεύει όχι μονο τους αγρίους κατοίκους της Θράκης, αλλά και τα άγρια ζώα, τα πουλιά, τα ψάρια, ακόμα και τους βάχους….. Τα άσματα του Ορφέως μιλούν για την αρχή των θεών, του άνω και του κάτω κόσμου, του σύμπαντος, των εμψύχων, των ανθρώπων. Ο μύθος αναφέρεται στην κάθοδό του Ορφέως στον Άδη, για να επαναφέρει στην ζωή την αγαπημένη του Ευριδίκη, με τον όρο όμως να μην γυρίσει να την αντικρίσει πριν επανέλθει στην γή. Δεν αντέχει για να περιμένει, γυρνά το βλέμα και η Ευριδίκη επιστρέφει στα Τάρταρα για πάντα. Αργότερα, ο Ορφεύς, σύμφωνα με κάποιο μύθο, κατασπαράζεται από τις βακχευμένες Θρακιώτησες ιέρειες του Διονύσου, τις Μαινάδες, διότι δεν δέχεται να συμμετάσχει στα άγρια φιλήδονα παιχνίδια τους.
Ο Πυθαγορισμός βασίζεται στα θεμελειώδη ηθικά διδάγματα του Πυθαγόρου, που εκφράζονται στους 72 στίχους των Χρυσών Επών. Οταν ο Διδάσκατος ιδρύει τον 6ο αιώνα στον Κρότονα της Μεγάλης Ελλάδος, την Κάτω Ιταλία, την σχολή του, δέν θέλει να κηρύξει μια νέα θρησκεία, αλλά να καταστήσει τους μαθητές του άξιους πολίτες και ευεργετικούς ηγέτες της Πόλης τους. Τα διδάγματά του ήταν μόνο προφορικά και ποτέ γραφτά. Για τον λόγο αυτό η σχολή του ονομάστηκε Ομακοϊον, δηλαδή ακούμε μαζύ. Η είσοδος στην σχολή, καθώς και η άνοδος στις διάφορες βαθμίδες του τάγματος, επιτυγχάνεται μετά από αυστηρή επιλογή και μύηση, και η φοίτηση, που ακολουθεί ένα τυπικό, δεν έχει σχέση με θρηκεία, αλλά με εμβαθή διδασκαλία και πειθαρχία, που συνοδεύονται με γυμναστικές ασκήσεις και υγειινές παραινέσεις. Τέσσερεις αιώνες αργότερα, όταν πρωταρχίζει η ηθική κατάπτωση της επίσημης ρωμαϊκής θρησκείας, φιλόσοφοι ξαναθυμούται τα διδάγματα του Πυθαγόρου, και δοκιμάζουν να τα εφαρμόσουν πλέον με μορφή νέας θρησκείας, με ιδιέταιρους ναούς και ιερατείο, τον Νεοπυθαγορισμό. Τότε καταγράφονται τα Χρυσά Επη, καθώς και τα Σύμβολα ή Ακουσματα, που μέχρι τότε μεταφέρονται από μνήμης. Τα τελευταία είναι παράξενες φράσεις, ώστε να υπενθυμίζουν με μνημοτεχνικούς τρόπους στους μυημένους, τα διδάγματα και τις αρχές του Πυθαγορισμού. Ο υπόγειος νεοπυθαγορικός ναός του πρώτου μ.Χ. αιώνα στην Porta Maggiore της Ρώμης, παραμένει σχεδόν άθικτος σήμερα και μπορούμε έτσι να θαυμάζουμε τον εκπληκτικό εσωτερικό του διάκοσμο με ανάγλυφες παραστάσεις (στούκα). [3]
Εκτος από τις παραπάνω λατρείες, βασισμένες στο Ελληνορωμαϊκό θρησκευτικό πάνθεο, και άλλες θρησκείες έχουν εισαχθεί στην Ρωμαϊκή επικράτεια, που, όπως και όλες οι θρησκείες που, περιέχουν όμως στην θεογωνία τους τον βασικό μύθο του θανάτου και της αναστάσεως του ιδρυτού τους ή ενός κυρίου παράγοντος της λατρείας. Οι πλέον διαδομένες τέτοιες θρησκείες είναι οι ακόλουθες:
Ο Ταμμούζ των Βαβυλώνος, που πεθαίνει αλλά αναστένεται κάθε χρόνο με τους λυγμούς της Μεγάλης Θεάς Ιστάρ, που κατεβαίνει στον κάτω κόσμο για να τον βρεί και να τον επαναφέρει στην ζωή. Στην αρχή της σχετικής βαβυλώνιας μυθολογίας αναφέρεται ο Ταμμούζ σαν γιός της Ισταρ, κατόπιν σαν εραστής της και τελικά, σύζυγός της.
Το ίδιο και ο Βέλος ή Μαρντούκ ή Ασσούρ της Μεσοποταμίας, ο οποίος έχει ανάλογο μύθο με τον Ταμμούζ, που αναφέρθηκε παραραπάνω, και ανασταίνεται από την Μητέρα Θεά.
Ο Βάαλ των Χανααίων, θεός των συννέφων, της βροχής, των κεραυνών και της καρποφορίας, κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο για διαφόρες αιτίες, όπως αναφέρονται στα πολλά έπη των περιοχών, κι έτσι η γή σταματά να καρποφορεί. Η αδελφή του Ανάτ πηγαίνει στον Κάτω Κόσμο και τον επαναφέρει στη ζωή, ωστε να αναδημιουργηθή ο παραγωγικός κύκλος της φύσης.
H λατρεία του Αδώνιδος, από την Φοινίκη της Μικράς Ασίας, είχε πλατιά διάδωση. Τον Αδωνη, νέο εκπληκτικής ομορφιάς, ερωτεύονται ταυτοχρόνως, κατά την μυθολογία, η Αφροδίτη και η Περσοφόνη. Για να επικρατήσει ειρεμία, αποφασίζει ο Ζεύς να μένει ο Άδωνις τέσσερεις μήνες με την Αφροδίτη στον Όλυμπο, και τέσσερεις με την Περσεφόνη στον Αδη. Τους υπόλοιπους τέσσερεις μήνες να έμενε όπου ήθελε και να έκανε ο,τι επιθυμούσε. Δεν ξέρουμε ξέρουμε ακριβώς πώς τους περνούσε. Πιθανώς να ξεκουραζότανε…..Κατά την μύθολογία, σκοτώνεται από ένα αγριογούρουνο, και ανασταίνεται μετά από θερμή προσευχή της Αφροδίτης.
Η τριάδα Ισις – Όσιρις – Χόρος πατρίδα είχε την Αίγυπτο και γίνεται πολύ γνωστή προπαντός μετά την κατάκτηση της χώρας από τον Μακεδώνα Αλέξανδρο. Ναοί της Ίσιδος βρήσκονται ακόμα σήμερα και στην Ελλάδα, όπως στο Δίον, στους πρόποδες του Ολύμπου, και πολύ κοντήτερά μας στην Βίλλα του Ηρώδου του Αττικού. Ο Οσιρις ήταν ο κατεξοχήν δίκαιος βασιλεύς της Αιγύπτου και η βασιλεία του θεωρήτο η χρυσή εποχή της χώρας, που τελείωνει όμως τραγικά με την δολοφονία του από τον νεώτερο αδελφό του Σέθ, ο οποίος κατακρεούργεί το σώμα του και πετά τα κομμάτια στην ξηρά και στον Νείλο. Η πιστή του σύζηγος Ίσις βρήσκει όλα τα κομμάτια του κορμιού του Οσίριδος, που είχαν πέσει στην ξηρά, εκτός από το πέος του, που ειχε βουτίξει στον Νείλο και είχε προλάβει να το χάψει ένα ψάρι. Καταφέρνει όμως να το αντικαταστήσει ικανοποιητικά, και με θερμές και ειληκρινείς προσευχές, ανασταίνει τον σύζυγό της και μαζύ του αποκτά τον Χόρο, που θεωρούσαν πρόγονό τους όλοι οι Φαραώ της Αιγύπτου. Τα μυστήρια της θεάς Ίσιδος περιγράφονται γλαφυρά, αν και πολύ περιληπτικά, στις εκπληκτικές Μεταμορφώσεις ή Χρυσό Όνο του Απουλλίου.
Ο Άττυς, θεότητα της Φρυγίας στην Μικρά Ασία, έχει πρωτότυπη γέννηση. Σπέρμα του Διός πέφτει στην γή και καρποφορεί τον ανδρόγυνο δαίμονα Αγδυστίν. Οι θεοί όμως φοβούνται την δύναμή του, τον ευνουχίζουν και θάβουν στην γη τα αποκομμένα όργανα. Στο σημείο της ταφής, φυτρώνει μια αμυγδαλιά, που γίνεται κύρυκας της άνοιξης μετά τον μακρύ χειμώνα. Η Νάνα, κόρη του ποτάμιου θεού Σαγγάριου, βάζει ένα αμύγδαλο στον κόρφο της, έτσι γονιμοποιείται και γεννά ένα πολύ όμορφο αγόρι, τον Αττυ, που ερωτεύεται τρελλά το θυλικό πλέον τέρας Αγδυστίν. Οταν ο Αττυς ανδρώνεται, ο βασιλεύς του μέρους θέλησε να τον παντρέψει με την κόρη του. Οταν είχε ξεφαντώσει το γλέντι του γάμου, εμφανίζεται η Αγδυστίν και από ζήλεια, ρίχνει σε όλους τους παρόντες την κατάρα της τρέλλας, που κάνει τους άνδρες να αυτοευνουχιστούν και κατόπιν όλοι, άνδρες και και γυναίκες, πεθαίνουν. Η μόνη χάρη, που δόθηκε από τους θεούς στην Αγδυστίν, ήταν να μείνει το κορμί του Άττυ άθικτο μετά τον θάνατο. Επανέρχεται λοιπόν στην γή κάθε άνοιξη, για να δώσει καρπούς, και ξαναγυρνά στον Άδη τον χειμώνα. Εχουμε κι εδώ επανάληψη του μύθου του θανάτου και της αναστάσεως. Η λατρεία αυτή δεν ρίζωσε στην Ελλάδα, λόγω της ανδρόγυνης αρχικής μορφής του τέρατος Αγδυστίν, πράγμα τρομερά απεχθές στην Ελληνική νοοτροπία. Εγινε όμως αποδεκτή στην Ρώμη.
Η Κυβέλη της Μικράς Ασίας, παρόλη την κυριαρχία της στην γή, δεν έχει σχέση με την Γαία ή την Δήμητρα των Ελλήνων. Δεν είναι Θεά των καλλιεργημένων αγρών και των φρουτοπαραγωγικών πεδιάδων, αλλά των αγρίων δασών, των βουνών και των χαράδρων. Είναι Θεά της Γης στην άγρια πρωταρχική μορφή της και όλα τα άγρια ζώα υπακούουν στις προσταγές της και την ακολουθούν πιστά. Σε όλες τις αναπαραστάσεις της, συνδεύεται από λιοντάρια. Η λατρεία της αναπτύχθηκε στην Φρυγία της Μικράς Ασίας και οι ιερείς τρέχανε αλαφιασμένοι στις πλαγές του όρους Δινδύμου βγάζοντας άγριες κραυγές, κτυπόντας τύμπανα και κρόταλα. Εκαναν αυτό δυο φορές τον χρόνο, το φθινόπωρο για να κλάψουν τον θάνατο της φύσης, και την άνοιξη για να δείξουν χαρά για την αναγέννηση. Λατρευόταν ετσι ο θάνατος και η ανάσταση. Το 204 π.Χ. διαδίδεται η λατρεία της Κυβέλης στην Ρώμη, όταν έγινε μεταφορά εκεί από την Φρυγία, ενός μεγάλου μαύρου λιθαριού, που αντιπροσώπευε την θεά.
Ο Μιθραϊσμός , μιά πολύ διαδομένη θρησκεία στο Ρωμαϊκό κράτος, θα είχε με βεβαιότητα επικρατήσει μέχρι την εποχή μας στην Ευρώπη, αν δεν είχε λάβει τέτοια έκταση ο Χριστιανισμος. Εισάγεται στην Ρώμη από την Περσία μέσω της Καππαδοκίας, και ήταν μια λατρεία αλήθειας, αγνότητας και ορθότητας και πολύ ενεργητική μυστηριακή θρησκεία. Είχε μεγάλη επιρροή στους άνδρες, ενώ οι γυναίκες λάτρευαν την Κυβέλη, που εξαιτάσαμε παραπάνω. Τα μυστήριά της είχαν επτά βαθμους, και κάθε βαθμός ήταν αφιερωμένος σε ένα από τους επτά πλανήτες. Πρόκειται για δυαδική θρησκεία, όπου το Καλό και το Κακό έχουν παρόμοια βαρύτητα και σπουδαιότητα. Η λατρεία βασίζεται στον εξαγνησμό του χαρακτήρα με άσκηση και εγκράτεια. Ως κατεξοχήν ανδροπρεπής λατρεία, είχε υιθετηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις στρατιωτικές τάξεις. Οι ναοί, με το όνομα Μυθραία, είχαν ιδρυθεί σε όλες τις στρατιωτικές βάσεις της αυτοκρατορίας, όπου απομένουν ακόμα σήμερα κατάλειπα σε εκπληκτικά καλή κατάσταση, λόγω της υπόγειας κατασκευής τους, όπως έχω δει στο Λονδίνο και στο Βίσμπαντεν. Ο κενρικός μύθος του Μιθραϊσμού είναι η σφαγή του Ταύρου από τον Μίθρα, και οι ανάγλυφες παραστάσεις δείχνουν τον Μίθρα και τον τάυρο να περιστοιχίζονται από συμβολικά ζώα, όπως τον σκύλο, τον σκορπίο, το φίδι και τον τράγο. Η παρουσία της κλίμακος με επτά σκαλοπάτια, συμβολίζει το πέρασμα της ψυχής από τους επτά πλανήτες. H θρησκεία αυτή δεν προέρχεται από την Ανατολική Μεσόγειο και δεν έχει αφομοιώσει στην θεογωνία της τον μύθο του θανάτου και της αναστάσεως του κεντρικού ήρωα.
Ο Κόττυς και η Κόττυλο είναι θρησκεία οργιαστική. Τα πρώτα τρία παιδιά της ημιανθρώπινης Μητέρας Γης, ήσαν εκατοντάχειρες γίγαντες. Ενας από αυτούς, ο Κόττυς, γίνεται ο επώνυμος πρόγονος των Κοττίων, που λάτρευαν την οργιαστική θεά Κόττυλο, γνωστή και ως Σεμέλη, την θεά της σελήνης. Κάποτε ο Διόνυσος ήταν υποχείριό της και προοριζόταν για θύμα των οργίων της. Η λατρεία διαδόθηκε από την Θράκη μέχρι την Βόρεια Ευρώπη και τα ηδονικά δρόμενα προς τιμή της θεάς γίνονταν από άνδρες ντυμένους γυναικεία ρούχα.
Η λατρεία της Αστάρτης, θεάς της γονιμότητας των Σιμιτικών φυλών, είχε διαδωθεί σε όλη την Μέση Ανατολή. Οι Ελληνες της συγχέανε με την Αφροδίτη και στην Αίγυπτο θεωρείτο, μέχρι την επικράτηση του Χριστιανισμού, Θεά του Πολέμου. Ηταν γνωστή ως Θεά των αλόγων και αρμάτων, και εμφανιζόταν με κεφάλι λεώντος. Στα Μεσοποταμιακά κείμενα της Ουγκαρίτ, αναφέρεται σαν γυναικα του θεού Ελ και μητέρα εβδομήντα θεών, ανδρών και γυναικών.
Ο Ζοροαστρισμός, που πατρίδα έχει την Περσία, πρεσβεύει ότι στην αρχή υπήρχε η Θεά μητέρα Αναχίτα. Κατόπιν γεννήθηκαν, με ακαθόριστο τρόπο, τα δύδιμα αδέλφια, ό Αχούρα Μάζντα, η δύναμη του Καλού, και ο Άνρα Μαϊνγκούτ ή Αχριμάν, η δύναμη του Κακού. Τα ζοροαστρικά έπη περιγράφουν τις συνεχείς διαμάχες ανάμεσα στους δύο αδελφούς. Όταν φτάνει η Χιλιετία, η δύναμη του Κακού νικάται προσωρινά από την δύναμη του Καλού, και έτσι εμφανίζονται στην γη τα ζώα και κατόπιν ο πρώτος άνθρωπος, ο Γκαγιομάρτ, ο οποιος σκοτώνεται από την δύναμη του Κακού. Μετά τον θάνατό του, γεννιούνται, πάλι με ακαθόριστο τρόπο, τα δίδυμα παιδιά του, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Απ΄αυτούς προέρχεται όλη η ανθρωπότητα. Αυτή η αντίληψη του δυαδισμού διατηρείται ακόμα σε διάφορες θρησκείες της Μέσης Ανατολής και γενικά της Ασίας.
Εξετάζοντας τις θρησκείες που αναφέρθηκαν παραπάνω, μπορούμε να συνάξουμε το αποτέλεσμα ότι οι περισσότερες; προσφέραν την λατρεία τους σε δύο επίπεδα, το ανώτερο γιά τους «λίγους» μορφωμένους, και το απλούστερο κατώτερο για τον πολύ λαό, πράγμα που τις καθιστά όμοιες με τις καταρρέουσες Ελληνορωμαϊκές παγανιστικές λατρείες, οι οποίες ήταν εξ ίσου ενδιαφέρουσες για τους λίγους, αλλά άφιναν αδιάφορη την αστοιχείωτη τεράστια λαϊκή μαζα.[4]
Πρέπει να τονιστεί ότι σκοπός της παρούσας μελέτης δεν είναι να παραθέσει και να εξηγήσει λεπρομερώς τις δοξασίες και παραδόσεις των διαφόρων θρησκειών, που είχαν εισδύσει στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία την εποχή του Χριστού. Θέλει μόνο να δώσει μιαν αμυδρή ιδέα για τις δοξασίες τους, ώστε να εννοήσουμε με ποιές αντιξότητες και τι ανταγωνισμούς είχε να αντιπαλαίσει ο Χριστιανισμός. Εξ άλλου, πρέπει να έχουμε υπ’όψη μας, πως όλες αυτές οι μυθολογίες υφίσταντο αλλαγές άρκετα εύκολα, ανάλογα με τις ανάγκες του καιρού τους και ίσως από πολιτικές σκοπιμότητες. Οι κλασσικοί ποιητές και τραγωδοί, Όμηρος, Ησίοδος, Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Οβίδιος, τροποποιούσαν τους μύθους, ώστε να τους καταστήσουν ικανούς να μεταδώσουν τις προσωπικές τους ιδέες και μηνύματα της εποχής τους. Αλλωστε, και ο Χριστιανισμός πέρασε από ένα τέτοιο στάδιο τροποποιήσεων, ωσπου να διαμορφωθεί η παραδεγμένη τώρα πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, μεταξύ των άλλων, με το Σύμβολον της Πίστεως που εγκρίθηκε στην Σύνοδο της Νικαίας. Εξ άλλου, όπως θα δούμε στην συνέχεια, στους πρώτους δύο ή τρεις αιώνες του Χριστιανισμού, μπορούμε να πούμε, χωρίς τρομερή υπερβολή, ότι υπήρχαν τόσες αντιλήψεις της νέας θρησκείας, όσοι επίσκοποι, κι αυτό λόγω της σχετικής ασάφειας των ιερών κειμένων.
Η Χριστιανική Αποκάλυψη.
Πρέπει να έχουμε υπ’όψιν μας ότι ο Ιησούς Χριστός δεν επεθύμισε ποτέ να ιδρύσει μια νέα θρησκεία. Ολο το εκπληκτικό και ανθρωποσωτήριο κήρυγμά του, σκοπό είχε να διαμορφώσει και να εκσυγχρονίσει τον Ιουδαϊσμό. Μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (10 : 5-7): «Τούτους τους δώδεκα απέστειλεν ο Ιησούς παραγγείλας αυτοίς λέγων: εις οδόν εθνών μη απέλθητε και εις πόλιν Σαμαρειτών μη εισέλθητε. Πορεύεσθε δε μάλλον προς τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ. Πορευόμενοι δε κηρύσσετε λέγοντες ότι ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών.» Πράγματι, η πρωτοχριστιανική Κοινώτης της Ιερουσαλήμ υπό τον Αδελφόθεο Ιάκωβο, έχει αυτό σαν μοναδικό ιεραποστολικό σκοπό. Η σκληρά εχθρική, όμως, στάση του Ιουδαϊκού ιερατείου στο κήρυγμα του Ευαγγελίου, πρώτα με την παρακίνηση για την σταύρωση του Ιησού Χριστού, κατόπιν με την δολοφωνία από τους οπαδούς της του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, και, βέβαια, με την σθεναρά άρνηση του πλήθους να ενστερνιστεί την ανανεωτική χριστανική διδαχή, εμπνέει μερικούς Αποστόλους, μέ πρωτεργάτη τον έξοχο Παύλο, να διαδώσουν τον Χριστιανισμό στον πλατύτερο Ελληνορωμαϊκό χώρο. Τότε η διδασκαλία του Ευαγγελίου στους Εθνικούς αντιμετωπίζει όλες τις διάφορες λατρείες, που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Πρέπει, λοιπόν να θέσουμε μια σειρά ερωτήσεων στο εαυτό μας:
Σε τι ήταν ο Χριστιανισμός διαφορετικότερος από τις άλλες θρησκείες;
Τι καινούργιο είχε να προσφέρει για να εδραιωθεί τόσο σθεναρά στα αισθήματα και τις καρδιές των ανθρώπων;
Ας δοκιμάσουμε να δώσουμε απαντήσεις βασισμένες, οπως είπα, μόνον σε ιστορικά δεδωμένα.
–Μήπως ο λόγος της επιβολής του ο Χριστιανισμού ήταν ότι ο ιδρυτής του θανατώθηκε και κατόπιν αναστήθηκε;
Βεβαίως όχι. Όπως είδαμε παραπάνω, οι περισσότερες λατρείες περιλαμβάνανε στην μυθολογία τους τον θάνατο και την ανάσταση του ιδρυτού τους, ή τουλάχιστον ενός βασικού συντελεστή τους.
–Μήπως ήταν καθοριστικά τα θαύματα που έκανε ο Ιησούς Χριστός;
Και πάλι όχι! Εξ άλλου, ένας σύγχρονος του Ιησού Χρηστού, ο Απολλώνιος ο Τυανεύς, έκανε παρόμοια θαύματα, διήγε ανάλογη ζωή και δίδασκε εξ ίσου ηθικές και φιλοσοφικές αρχές, Η φήμη του, όμως, δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει τα σύνορα της Αιγύπτου. [5]
— Μήπως πάλι οι ηθική διδασκαλία του Ιησού ήταν διαφορετική και ανώτερη από διδασκαλίες άλλων θρησκειών;
Και εδώ η απάντηση είναι αρνητική. Από όσο μπορούμε να δούμε, πολλές διδασκαλίες άλλων θρησκειών είχαν ανάλογο ηθικό υπόβαθρο.
Ποιοί είναι λοιπόν οι θετικές ανανεωτικές προσφορές της χριστιανικής θρησκείας;
Όπως εκθέσαμε στην αρχή του πονήματος αυτού, σκοπός είναι βρούμε τις ιστορικές αιτίες τις ανωτερότητος του Χριστιανισμού, και οχι μόνο να αυτοϊκανοποιηθούμε αναφέροντας υπερφυσικά φαινόμενα, όπως είναι η θεία χάρις ή η θεία βούλησις ή αλήθεια. Έτσι μόνο γίνεται να πεισθεί ένας μη χριστιανισμού, για τον οποίον οι θεολογικές υπερφυσικές αιτίες δεν έχουν καμιά αξία. Δεν επιθυμώ να κάνω κατήχηση σε πιστούς, διότι αυτοί δεν πρέπει να έχουν άλλωστε καμιά τέτοια ανάγκη. Θέλω να δώσω όπλα στους πιστούς για να πείσουν τους άπιστους………
Η ύπαρξη εκπληκτικών βασικών κειμένων
Ας αρχίσουμε από την βάση του Χριστιανισμού, την Καινή Διαθήκη, αυτόν τον θησαυρό νοημάτων που περιέχεται στα 27 διαφορετικά συγγράμματα, όπως την παραδέχεται σήμερα η χριστιανική πίστη. Δεν υπήρξε, ούτε υπάρχει, ούτε πιστεύω να υπάρξει στο μέλλον, καμιά συλλογή θρησκευτικών κειμένων με τέτοιο πανανθρώπινο αντίκτυπο, η οποία περιέχει, για παράδειγμα, κάτι καταπληκτικό σαν την Επι του Όρους Ομιλία του Χριστού (στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον 5:1 – 7:29), που είναι και παραμένει το βασικό κείμενο του Χριστιανισμού, παρόλες τις ατυχείς κατοπινές παρεμβολές. Η Ομιλία αυτή κάνει πιό πλήρεις, προσιτές και φιλάνθρωπες τις Δέκα Εντολές της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίες έχουν μόνον αρνητική φύση. Η Επί του Ορους Ομιλία του Χριστού μας μιλά για έναν Θεού με πραγματική πατρική αγάπη προς τον άνθρωπο, χωρίς την αιμοδυψή τάση του τιμωρού Θεού της Παλαιάς Διαθήκης. Ακόμη η εκπληκτική εισαγωγή του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου είχε έναν τρομερά δυναμικό αντίκτυπο στις φιλοσοφιμένες διάνοιες της εποχής της, όπως και όλων άλλωστε των εποχών. Συνενώνει τον πλατωνισμό και την Στοϊκή φιλισοφία με τις υγειείς αρχές του Εβραϊσμού και του Χριστιανισμού. Εχω κατά καιρούς προτείνει την εισαγωγή αυτή για κρίσεις σε πιστούς τουλάχιστον επτά διαφορετικών δογμάτων και θρησκειών. Ολοι το θεωρούν θεμειώδες και εκπληκτικό κείμενο! Εξ άλλου εκφράσεις όπως. «Ο αναμάρτητος ημών πρώτος βαλέτω λίθον…» (Ιωάν. 8:7) ή «Αφετετε τα παιδία έρχεσθαι πρός με και μη κωλύετε αυτά, των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού » (Μαρκ. 10:14, Λουκ. 18:16) ή «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» (Ματθ. 7:1) ή ακόμα η πλέον τραγική και ανθρώπινη κραυγή του Χριστού επί του σταυρού στην αραμαϊκη του γλώσσα «Ηλί ή Ελωί, ηλί ή ελωί, λιμά σαβαχθανί» δηλαδή «Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες». (Ματθ. 27:46, Μαρκ. 15:34), μένουν αξέχασταστες και εντυπωσιάζουν για πάντα την φαντασία και την σκέψη των πιστών. Τέτοιες γραφές, διατυπωμένες σε απλή τρέχουσα γλώσσα στην εποχής της, που έγινε εύκολα κατανοητή από όλους, διευκόλυναν την εδραίωση του Χριστιανισμού.
Ας δούμε όμως πώς διαμορφώθηκαν αυτές οι βασικές γραφές του Χριστιανισμού. Ο πρώτος Κανών χριστιανικών κειμένων καταρτίζεται στην Ρώμη περίπου το 160 μ.Χ., από το εκπληκτικό πρωτοχριστιανό πολυγραφότατο Μαρκίωνα, που τον ονομάζει Καινή Διαθήκη, για να το διαχωρίσει από την ήδη υπάρχουσα Ιουδαϊκη Παλαιά Διαθήκη. Περιλάμβανε μόνο τα εξής μέρη: Τα τέσσερα Ευαγγέλια ή κατ’άλλους μόνο το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, όλα όμως καταφανώς λιγότερο εκτενή από ότι τα έχουμε σήμερα, διότι σύμφωνα με ερευνητάς των Γραφών, πολλά αποσπάσματά τους έχουν προστεθεί μεταγενεστέρως. Περιλαμβάνει ακόμα και τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, από όπου ονομάστηκαν οι οπαδοί της δοξασίας αυτής: Παυλικανοί. Περιλάμβανε ίσως και την Αποκάλυψη του Ιωάννου. Υποστηρίζει ο Μαρκίων ότι ο Χριστιανισμός δεν πρέπει να έχει καμιά σχέση με τον Ιουδαϊσμό, γιατί ο Θεός του Χριστιανισμού, ως ελεείμων και φιλάνθρωπος, δεν έχει καμιά ομοιότητα με τον σκληρό τιμωρό Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Λέφει ο Μαρκίων ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι ο δημιουργός του Κακού στον κόσμο, ενώ ό Θεός, όπως περιγράφεται απο τον Χρηστό, είναι ο δημουργός του Καλού. Επί πλέον προσθέτει ότι και τα κείμενα που περιλαμβάνεινει στην Καινή Διαθήκη του, πρέπει πρώτα να εξαγνιστούν από εβραϊκές καταβολές, ως ανάρμοστες παρεμβολές. Οι υπόλοιποι πρωτοχριστιανοί Πατέρες καταδικάζουν τις ιδέες του Μαρκίωνος ως Αγνωστικές, και δεν παραδέχονται την επιλεκτική επιλογή των Γραφών, που προτίνει, και καταστρέφονται τα πολλά συγγράματά του.[6] Τα γνωρίζουμε μόνον από αποσπάσματα που περιλαμβάνονται σε βιβλία Πατέρων της Εκκλησίας, που τα αναφέρουν με σκοπό να τα καταπολεμήσουν. Ο Μάρτυς Πολύκαρπος της Σμύρνης τον αποκαλεί μάλιστα «πρωτογενή του Σατανά». Αργότερα δημιουργήται η Καινή Διαθήκη όπως την γνωρίζουμε σήμερα, που απαρτίζεται από 27 μέρη.
– Ο Πρωτοχριστανισμός προσελκύει διανοητές υψηλού επιπέδου
Ο πρώιμος Χριστιανισμός μαγνητίζει φιλοσόφους και γενικά εκπληκτικά μορφωμένους ανθρώπους, και ίσως αυτή να είναι και η υψηλότερη επιτυχία της νεαρής θρησκείας. Διανοούμενοι, όπως ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζινός, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Τερτουλιανός, ο Αριστίδης, ο Αυγουστίνος, ο Κυπριανός, ο Αρνόβιος, ο Οριγένης, ο Λακτάντιος, ο Αθανάσιος ο Αλεξανδρεύς, ο Κύριλλος, ο Ιουστίνος, ο Πολύκαρπος Σμύρνης, ο Συνέσος Κυρήνης, ο Θεοδώριτος, για να αναφέρω μόνο μερικούς, ήταν όλοι βαθειά μορφωμένοι με κλασσική παιδεία, και συγκρίνονται τα συγγράμματά τους με έργα του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους. Ο Χριστιανισμός μπορούσε να είχε πάρει διαφορετικές κατευθύνσεις αν….. δεν είχε διαμορωθεί από διανοϊτές βαθειά μορφωμένους στην κλασσική παιδεία.[7] Επαναλαμβάνω ότι ένας λόγος της έλξεως της νέας θρησκείας σε τόσο κλασσικά μορφωμένους διανοϊτές, εκτός βέβαια από την ιδιέταιρη θεολογική αξία της, είναι ότι από την αρχή, όπως θα δούμε και παρακάτω, έχει βάλει σκοπό της να αποτίνεται με απλή γλώσσα στον κοινό λαό και έστι προσφέρει στις κατώτερες τάξεις σωτηρία με κατανοϊτή διδαχή. Και αυτή η αποστολή εμπνέει ενθουσιασμό στους διανοϊτές, πράγμα που επαναλαμβάνεται αργότερα στην Γάλλική Επαντασταση του 1789 και στην Ρωσική του 1917, όπου ευγενείς στην πρώτη και αστοί διανοϊτές στην δεύτερη, γίνονται επίμονοι και εμπνευσμένοι κήρυκες μιας ιδεολογίας, που τίποτα δεν θα τους πρόσφερε άλλο, παρά την εξουδετέρωσή τους. Σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις, οι ιδεολόγοι αυτοί ακολουθούν την νέα θεωρία από ανθρωπιστικό ζήλο, για τις υποσχέσεις που προσφέρει αφιδώς στον κοινό λαό, τους ενδεείς και καταπιεζώμενους, ενώ καταλαβαίνουν οτι τελικά αυτοί δεν έχουν τίποτα άλλο να κερδίσουν παρά την καταστροφή τους.
-Το Χριστιανικό κήρυγμα απευθυνόταν στον κοινό λαό.
Οπως είδαμε παραπάνω, ο Χριστιανισμός είναι η πρώτη θρησκεία της ανθρωπότητος, που μέλημά της είχε να επευθύνει το σωτήριο μήνυμά της με απλή γλώσσα στα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, τους αγράμματους, τους ταλαιπορρημένους, τους χειρονάκτες, τους παραμελημένους «πολλούς», και όχι σε λίγους και εκλεκτούς μορφωμένους. Δεν είναι θρησκεία δύο επιπέδων, όπως είδαμε τις περισσότερες παγανιστικές λατρείες, που μόνο το ανώτερο επίπεδο ήταν για τους μορφωμένους, και το κατώτερο για τον πολύ λαό. Αν ο Χριστιανισμός αποκαλεί «μυστήρια» τις διάφορες τελετές του, αυτό δεν απαγορεύει σε κανένα να τις παρακολουθεί και δεν χρειαζεται ειδική προπαίδεια για να καταλάβουν όλοι αυτά που συμβαίνουν.
-Ο Χριστιανισμός καταδικάζει τον ξέφρενο ερωτισμό.
Αυτός είναι βασικός κανών της μεγάλης πλειοψηφίας των παγανιστικών θρησκειών, που θεωρούν σύμβολο υπεροχής την γεννετήσιο ενεργητικότητα του ηγέτη τους. Η ρωμαϊκή κοινωνία, κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, έχει εκπέσει σε μια σεξουαλική παρακμή, που ποτέ άλλοτε δεν έχει εμφανιστεί στην τρισχιλιετή ιστορία της ιστορικής ανθρωπότητος. Οι λαϊκές τάξεις έχουν εμπλακεί σε αυτήν, διότι η οικονομική μιζέρια τις έχουν καταστήσει ανίκανες να αντισταθούν και μόνο η συμμετοχή τους σε εκδηλώσεις ερωτικού εκφυλισμού τις επιτρέπουν να επιζούν. Ο Χριστιανισμός, έχοντας αποφύγει τέτοιου είδους αναφορές στην μυθολογία του, επιδρά στις λαϊκές τάξεις των πιστών του, ώστε να αποφεύγουν παρόμοιες εμπειρίες, και έτσι τους προσδίνει αξιοπρέπεια.
–Ο Χριστιανισμός διδάσκει την Αγάπη.
Πάλι πρέπει να τονιστεί ότι καμιά θρησκεία, λατρεία ή φιλοσοφική σχολή, πρίν από τον Χριστιανιασμό, δεν τοποθετεί σε τόσο κεντρική θέση την αγνή Αγάπη, σε αντίθεση προς τον σαρκικό έρωτα. Ούτε καν ο Σωκράτης, στο θαυμάσιο πλατωνικό Συμπόσιο, δεν εκφράζεται με τόσο ενθουσιασμό για την Αγάπη, όσο τα Ευαγγέλια και ο μεγαλειώδης Απόστολος Παύλος. Η θαυμάσια φράση «Αγαπάτε αλλήλους» ή «Αγαπάτε τον πλησίον υμών» δίνουν μια ηθική ενθάρρυνση στον Λαό και οι πιστοί το δέχονται σαν σωτήριο μήνυμα στην ταραγμένη κοινωνία. Τους ενθουσιάζει γιατί τους εξασφαλίζει ευτυχία και τους δίνει θάρρος για την πίστη τους.
–Ο Χριστιανισμός προσφέρει πλούσια μεθανάτια ανταμειβή στους πιστούς.
Αυτό το κήρυγμα είχε τεράστια απήχηση τον κατατρεγμένο και ταλαιπωρημένο λαό. Για πρώτη φορά τα εγκαταλειμένα στρώματα της ανθρωπότητας ακούνε ότι θα απολαύσουν τέτοια ευχάριστη «ζωή» μετά θάνατον, χωρίς να πρέπει να έχουν συμμετάσχει προκαταβολιά σε ακατανόητες γι’αυτούς μυστηριακές τελετές. Δεν ακούνε πιά για σκοτινούς θαλάμους στο κάτω κόσμο, όπως αναφέροντα στους ελληνορωμαϊκούς μύθους. Και δεν χρειάζεται πια πληρωμή ενός οβολού στον Χάροντα, για να τους περάσει στην άλλη όχθη της Αχαιρουσίας. Ο Άγγελος Κυρίου αναλαμβάνει δωρεάν την μετάβαση όλων των πιστών σε ένα ευχάριστο και χαρούμενο μέρος, τον Παράδεισο, όπου θα έχουν όλοι θέση στην δεξιά του Θεού, που θα τους περιβάλει για πάντα με πατρική αγάπη.
Οι διωγμοί συνενώνουν και ενδυναμώνουν τους πρώτους Χριστιανούς
Κάτι που δεν περίμεναν να συμβεί οι διώκτες των Χριστιανών, ήταν ότι κάθε διωγμός, τοπικός ή γενικός, αντί να αποδυναμώνει και να αποκαρδιώνει τους πρώτους Χριστιανούς, γίνεται παράγων που κάνει ακόμα πιό ισχυρή μέσα τους την πίστη στον Χριστό. Πρέπει να τονιστεί, ότι οι πρώτοι Χριστιανοί δεν ήταν, όπως τους είχαν παραστήσει οι Εθνικοί αντίπαλοί τους, οι μανιακοί αυτόχειρες, που παρακαλούσαν συνεχώς να αποθάνουν, και δεν επιζητούσαν να γίνουν τρωφή στα λιοντάρια ή στους αιμοχαρείς μονομάχους του Ιπποδρόμου, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν μια θέση στον ουρανό, δίπλα στον Θεό. Αγαπούν την ζωή και την χαίρονται, όπως όλοι οι υγιείς και εχέφρονες άνθρωποι. Είναι όμως και έντονα ταγμένοι στην πίστη τους, πράγμα που κάνει τους διώκτες τους να τους καταδικάζουν πεισματικά σε θάνατο. Κι αυτό δημιουργεί Μάρτυρες, παρ’όλη την βαθειά επιθυμία των πρωτοχριστιανών να ζήσουν την αγνή ζωή σύμφωνα με τις Γραφές.
-Η πρωίμη Χριστιανική κοινωνία οργανώνεται σε επισκοπικές ενορίες.
Όταν οι πρώτοι Χριστιανοί βλέπουν ότι ο Χριστός δεν επανέρχεται στην γή μετά από παρέλευση μιας γενεάς από την ανάλυψή του, όπως κακά είχε κατανοηθεί από την ανάγνωση Απόκρυφων κειμένων, οι διάφορες ενορίες, διεσπαρμένες στην αχανή αυτοκρατορία, προσπαθούν να οργανωθούν, ώστε να καταφέρουν να επιζήσουν μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλον. Το πετυχαίνουν αποτελεσματικά, μημούμενες το εβραϊκό προηγούμενο, και αυτό βασισμένο σε ρωμαϊκό πρότυπο. με οργάνωση σε κοινότητες, με επικεφαλής έναν magister δηλαδή έναν επίσκοπο. [8] Πράγματι, οι «επισκοπές» των πρωτοχριστιανικών χρόνων, έχουν την έκταση και το πλήρωμα των συγχρόνων μας ενοριών. Ο Επίσκοπος, που εκλέγεται από τους ενορίτες χωρίς καμιά άδεια ή επιροή ανώτερης εκκλησιαστικής αρχής, είναι ο ανεξάρτηστος προϊστάμενος κάθε τέτοιας ομάδας πιστών. Είναι ο «καλός ποιμήν» τους, σε συνεχή επαφή με κάθε μέλος της ενορίας του, που τους φροντίζει στην καθημερινή τους ζωή και τους παραστέκεται στις ταλαιπορείες τους. Σαν καλός και σοφός «πατέρας», τους καθοδηγεί σε όλες τις πρακτικές φάσεις του βίου τους και δεν αρκείται να τους συμβουλεύει μόνο σε ζητήματα χριστιανικής θεολογίας. Δεδομένου ότι τα Ευαγγέλια αφίνουν πολλά κενά σε διάφορα θεολογικά θέματα, και η έλειψη ανώτερης εκκλησιαστικής αρχής επάνω από τον Επίσκοπο, που να συντονίζει την αρμονική διαμόρφωση ζητημάτων πίστεως, εξαναγκάζει μερικούς Επισκόπους να δόσουν δικές τους προσωπικές εξηγήσεις και κατευθύνσεις σε θεογικά θέματα. Γι’αυτό επαναλαμβάνω, μας επιτρέπεται να σκεφτούμε, με κάποια υπερβολή, ότι στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους είχαν δημιουργηθεί τόσοι τύποι Χριστιανισμού, όσοι και Επίσκοποι, πάντα βεβαια όλοι με καλή πίστη! Την αρχική πολυμορφία του Χριστιανισμού δοκιμάζει να διορθώσει ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος, όπως θα δούμε παρακάτω, κι αυτό για πολιτικούς λόγους.
-Ο Χριστιανισμός οργανώνει σύστημα υλικής και ψυχολογικής αλληλοβοήθειας.
Για πρώτη φορά στην ιστορία, ο κοινός λαός, ο φτωχόκοσμος, βρήσκει συμπαράσταση και προστασία από τους συνανθρώπους της ενορίας του, σε ζητήματα υγείας και πόρων ζωής. Η άποροι και άρρωστοι, όσοι έχουν ανάγκη προστασίας και φροντίδας, την βρήσκουν από τα υπόλοιπα μέλη της ενορίας. Η πρωτοχριστιανική ενορία γίνεται μια σφικτοδεμένη ομάδα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας και οι Χριστιανοί δεν αισθάνονται ποτέ μόνοι και εγκαταλημένοι. Τέτοια οργάνωση δεν υπήρξε ποτέ στον κόσμο πριν απο τον Χριστιανιανμό.
– Ο Χριστιανισμός θεμελειώνει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Πολλές λατρείες είχαν θερπίσει τις ανθρωποθυσίες, τους αυτοευνουχισμούς και τους αυτοακρωτηριασμούς για θρησκευτικούς λόγους. Οι κοινωνίες πριν τον Χριστιανισμό, περιφρονούσαν τους φτωχούς και τους αδύναμους και αποδέχονταν τον φόνο μωρών. Χαίρονταν να παρακολουθούν τις μάχες μονομάχων στα στάδια για διασκέδαση. Η προχριστιανική κοινωνία είχε διαμορφωθεί με βάση τους σκλάβους. Μόνο ο Χριστιανισμός διακήρυξε την αρχή της αξιοπρέπειας που υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο.[9] Πράγατι, οι φτωχοί, οι αδύνατοι, οι κάτω τάξεις είνα το κέντρο του ενδιαφέροντος των Επισκόπων, Ο Χριστιανισμός δίνει σταδιακά περισσότερη σημασία και ελευθερία στους καταπιεσμένους και τους παραμελημένους. Οι Χριστιανοί δεν εγκαταλείπουν πια τις γυναίκες τους γατί έτσι το θέλησαν, δεν τις υποχρεώνουν να κάνουν έκτρωση γιατί δεν θέλουν να έχουν περοσσότερα παιδιά, δεν εγκαταλείπουν τα νεογέννητα κορίτσια στους δρόμους για να ψοφίσουν σαν παληόσκηλα, επειδή είναι αχρείαστα……Και επι τέλους καταδικάζοναι και σταματούν οι αιματηρές μάχες μονομάχων σαν λαϊκό θέαμα.
Ο Χριστιανισμός δέχεται μόνο αναίμακτες θυσίες στόν Θεό.
Πρακτική στις παγανιστικές λατρείες ήταν να γίνονται αιματηρές θυσίες στους θεούς, ποτάμια αίματος να ρέουν από τους βωμούς, και οι ναοί να μυρίζουν σαν σφαγεία. Με δύο μόνο εκπληκτικές εξαιρέσεις: την απαγόρευση του αγνού Δελφικού Απόλλωνος και τις προτροπές του Διδασκάλου Πυθαγόρου, που ζητούν να αντικατασταθούν οι θυσίες ζώων με προσφορές καρπών και λουλουδιών. Ο Χριστιανισμός ακολουθεί την ίδια τακτική. Απαγορεύει κάθε αιματηρή προσφορά, και αντικαθιστά την θυσία σφαγείων με προσφορά προϊόντων της γής. Οι ναοί ευωδιάζουν αγνώτητα. Η μόνη αιματηρή θυσία του Χριστιανισμού ήταν του ίδιου του Ιησού Χριστού, αν και φαίνεται να μην επιθυμούσε να γίνει έτσι, αφού επάνω στον σταυρό ανεφώνησε το τραγικό: «Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες», πράγμα όμως που τον καθιστά εκπληκτικά ανθρώπινο και τον ριζώνει βαθειά στις καρδιές των πιστών. [10]
Ο πρωτοχριστιανισμός εμπνέει ενεργό προσηλυτισμό.
Κάθε Χριστιανός αισθάνεται βαθειά στην καρδία του ότι έχει υποχρέωση να είναι κήρυκας και ιεραπόστολος της θρησκείας του. Μέλημά του είναι η διάδωση του Ευαγγελίου και ο προσηλυτισμός. Αυτή ήταν η μνημειώδης απόφαση του Αποστόλου Παύλου, που χωρίς την δράση του να διαδώσει το Καλό Μύνημα στον Εθνικό κόσμο, ο Χριστιανισμός μπορεί να μην είχε πάρει τέτοια πανανθρώπινη έκταση, αφού, όπως είδαμε, ο Ιησούς Χριστος είχε ζητήσει στους Αποστόλους να κεντώνουν την διδασκαλεία τους στις Συναγωγές των Ιουδαίων. Οι Απόστολοι της νέας θρησκείας αναπτύσσουν πρωτοφανή τεχνική για να διαδώσουν τον Χριστιανισμό σε όλα τα στρώματα του λαού, κι αυτό με μοναδική επιτυχία. Ποτέ σε προηγούμενα χρόνια δεν είχε δημιουργηθεί τέτοιο κύμα εμπνευσμένων ιεραποστόλων και δεν είχαν κατορθώσει να προσελκύσουν με τέτοια επιμονή και τόση επιτυχία νέους πιστούς.
Η αντίδραση του παγανιστικού κατεστημένου στον Χριστιανισμό
Όταν, με τα κηρύγματα των Αποστόλων, οι πρώτοι Εθνικοί γίνονται Χριστιανοί, δεν δέχονται πλέον να προσφέρουν θεϊκές τιμές στον Αυτοκράτορα, σύμφωνα με το ρωμαϊκό κατεστημένο τυπικό. Θεωρούνται γι’αυτό αντάρτες στην εξουσία. Κατά παράξενο τρόπο, οι Ιουδαίοι είχαν εξαιρεθεί από αυτή την υποχρέωση. Στην αρχή λοιπόν, γίνεται διωγμός μόνο των Χριστιανών, αλλά από το έτος 49, διώκονται και οι Ιουδαίοι για τον ίδιο λόγο. Οι αρχικές διώξεις είναι σποραδικές και σε μερικά μόνο μέρη. Από το 303, επί Αυτοκράτορος Διοκλητιανού, μετά από αντιχριστιανικούς χρησμούς του Μαντείου του Απόλλωνος στην Διδύμη της Μικράς Ασίας. Ο άγριος διώκτης των Χριστιανών, Ρωμαίος Αυτοκράτωρ Διοκλητιανός ρωτά για την φύση των οπαδών της νεοφανούς θρησκείας και το Μαντείο απαντά: «Οι Χριστιανοί δημιουργούν προσκόματα στον αληθινό λόγο των θεών και προκαλούν ψευδείς χτησμούς». Στην ερώτηση αν ο Χριστός, που ειχε εκτελεστεί πριν 250 χρόνια, ήταν θεός ή άνθρωπος, η απάντηση είναι: «Ο Χριστός ήταν θνητός στην σάρκα, σοφός στο να κάνει θαύματα, αλλά καταδικάστηκε από τους Χαλδαίους δικαστές, σταυρώθηκε και είχε ένα πικρό τέλος». Αυτοί οι δύο χτησμοί, καταπληκτικά ευθείς και αποστομωτικοί, έδωσαν την πρόφαση στην έκρηξη της τελευταίας και πίο αιματηρής δίωξης των Χριστιανών στα 303.[11] Αυτό διήρκεσε μέχρι το 310, όταν οι συναυτοκράτορες Γαλέριος και Κωνσταντίνος Χλωρός, πατέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εκδίδουν το Εδικτο της Νικομηδείας, που προτρέπει ανοχή στην Χριστιανική θρησκεία, παρόλο που, όπως αναφέρει, θεωρεί την διαγωγή των Χριστιανών «εγωιστική και μονόπλευρα δογματική». Το Εδικτο αυτό δεν κατορθώνει να αποτρέψει τους διωγμούς σε μερικά μέρη της αυτοκρατορίας. Για τον λόγον αυτό, οι επώμενοι συναυτοκράτορες Μέγας Κωνσταντίνος και Λικίνιος, εκδίδουν το 313 το Εδικτο των Μεδιολάνων, όπου αναφέρει ότι κάθε πολίτης της αυτοκρατορίας έχει το δικαίωμα να ασκεί την θρησκεία της επιλογής του, και συνάμα επιστρέφονται στους Χριστιανούς οι οίκοι λατρείας, που είχαν επιταχθεί. Οταν το 324 θεσπίζεται ο Χριστιανισμός επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, δεν έχει ακόμα αποκτήσει η Εκκλησία μιά συντονισμένη μορφή, διότι δεν το είχε επιτρέψει η σχετική ασάφεια των Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, στους πρώτους δύο αιώνες του Χριστιανισμού, είχαν δημιουργηθεί πολλές θεωρίες γύρω από την φύση του Χριστού (μονοφυσιτισμός, μονοθελησμός, κλπ), την εκπήγαση του Αγίου Πνεύματος, την φύση της Αγίας Τριάδος….. Ετσι είχαν δημιουργηθεί οι δοξασίες των Ελληνιστών, των Γνωστικών του Μαρκίωνος ή των Παυλικανών, των Δονατιστών, των Αριανών, των Νεστοριανών….Ο υπέροχος οργανωτής του κράτους Μέγας Κωνσταντίνος, θέλει να καταστήση την Εκκλησία έναν από τους τρεις στηλοβάτες της αυτοκρατορικής εξουσίας. Οι άλλοι δύο είναι ο Στρατός, που ανακηρύσσει τον αυτοκράτορα, και η Σύγκλητος, δηλαδή ο Λαός, που τον εγκρίνει. Σαν τρίτος στηλοβάτης, η Εκκλησία δίνει στον αυτοκράτορα το Ιερό Χρήσμα στο όνομα του Θεού. Εκκλησία όμως χωρίς θεμελιώδες δόγματικό υπόβαθρο και συγκεντωτική διοίκηση, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Για τον λόγο αυτό συγκαλούνται οι αρχικές Σύνοδοι της Νίκαιας, της Κωνσταντινουπόλεως, της Χαλκιδώνος, …και κατορθώνεται έτσι να διημιουργηθεί ο κεντρικός δογματικός άξωνας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, καταπολεμόντας με σκληρούς διωγμούς, τις άλλες δοξασίες, που ονομάστηκαν υποτιμητικά: σχίσματα η αιρέσεις, παρόλο που έχουν βαθύ Χριστιανικό υπόβαθρο, εφ’οσο βασίζονται στα ίδια ιερά κείμενα της Καινής Διαθήκης.
ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Οι ενέργειες του Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου
«Ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος είχε την πρόθεση να συνενώση την λατρεία του Ήλιου με αυτήν του Ιησού Χριστού. Ήταν λιγότερο Χριστιανός παρά «Συγκρητιστικός», δηλαδή επιθυμούσε να επιβάλει μια σύνθεση του Χριστινανισμού με τα πιό αξιόλογα στοιχεία του Παγανισμού. Πάντος, μεταξύ των δύο θρησκειών, η προτίμησή του ήταν ο Χριστιανιμός, διότι απεδεικνύετο σαν η θρησκεία που, λόγω της οργανώσεώς της, θα χρησίμευε ως ενωτικός θεσμός της αυτοκρατορίας….. Καθ’ολη την δάρκεια της ζωής του ο Κωνσταντίνος δεν σταματά όμως να τιμά την λατρεία του Ηλιου. Είχε παραγγείλει και δύο υπεφυσικού μεγέθους ανδριάντες του εαυτού του, με τα χαρακτηριστικά του Ηλιου και στο βάθρο την επιγαφή : «Στον Κωνσταντίνο, που λάμπει σαν τον Ηλιο». Επιθυμούσε να συνενώσει την Χριστιανική λατρεία με την λατρεία του Ηλιου, με βάση μια αφομοίωση του Χριστού με τον Ηλιο. Αυτός είναι οι λόγος που ο Κωνσταντίνος εκήρυξε το 321 την Κυριακή, (που το λατινικό της όνομα είναι ημέρα του Ηλιου, όπως διατηρείται άλλωστε στα αγγλικά Sunday καί στα γερμανικά Sonntad), σαν Ημέρα του Θεού, ήμερα αναπαύσεως, γιατί ήταν ημέρα αφιερωμένη στον Ηλιο.» [12]
Λέγεται ότι ο Κωνσταντίνος βαπτίζεται Χριστιανός το έτος 326. Αυτή η πληροφορία, που μας δίνει ο Ευσέβειος, [13] φίλος και πνευματικός του αυτοκράτορος, γίνεται δεκτή με πολλές αμφιβολίες και επιφυλάξεις από τους μετέπειτα ιστορικούς. Πάντος ένας σύγχρονός μας ιστορικός, παρόλο που δηλώνει οτι δεν είναι πιστός Χριστιανός, υποστηρίζει ότι ο Κωνσταντίνος ήταν ειληκρινής στην Χριστιανική του πίστη καί δοκίμασε πραγματικά να προάγει τον Χριστιανισμό [14]. Παρόλο τούτο, ο Αυτοκράτωρ εκτελούσε πιστά τα αυτοκρατορικά καθήκοντά του, που απαιτούσαν την ενεργόν παρουσία του σε διάφορες παγανιστικές τελετές προς τιμήν των παλαιών θεών. Η περίφημη οπτασία του για το Χριστόγραμμα, που λέγεται ότι αντίκρυσε στον ουρανό με την συνένωση του Χ με το Ρ (και όχι το σταυρό, όπως λέγεται σήμερα), τριγυρισμένα με την λατινική επιγραφή In Hoc Signo Vinces, όπως αναφέρεται από τον Ευσέβιο, βασίζεται μόνο στην μαρτυρία του ιδίου του Κωνσταντίνου. Οταν διαδίδεται όμως η μαρτυρία της οπτασίας αυτής, βοηθά πολύ την νίκη του αυτοκράτορος και την μετέπειτα εδραίωση του Χριστιανισμού σαν επίσημης θρησκείας της αυτοκρατορίας, και τελικά, καθιερώνει τον Κωνστανίνο ως τον «δέκατο τρίτο Απόστολο» του Χριστιανισμού.
Ο Κωνσταντίνος ήταν όντος μια εκπληκτική προσωπικότης, ένας αληθινός ηγέτης και δημιουργός κραταιάς αυτοκρατορίας. Δεν θα σχοληθούμε εδώ με τις πολλές και επιτυχείς πολεμικές του ενέργειες. Είχε όμως την πολιτική διορατικότητα να καταλάβει ότι το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, με τα εκτενεί σύνορα, που δύσκολα προστατεύονται από τις γερμανικές φυλές, ήταν πεπρωμένο να καταλυθεί από τους βάρβαρους της Κεντρικής Ευρώπης. Ετσι ίδρύει το 330 στην εκπληκτική θέση του Βυζαντίου, την περίλαμπρη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη. Δεν μπορούμε όμως να προσπεράσουμε σιωπηρά ότι καταδικάζει σε θάνατο την γυναίκα του και τον γιό του, διότι δοκιμάζουν να τον καθαιρέσουν και να αναλάβουν αυτοί την εξουσία. Ίσως το επίθετο Αγιος να μην του πολυταιριάζει, αλλά ο χαρακτηρισμός Μέγας θα τον κοσμεί για πάντα. Παρόλο τούτο, ποτέ δεν πρέπει να κρίνουμε τις συνήθειες της αρχής του Μεσαίωνος με τα μέτρα του παρόντος 21ου αιώνος, γιατί τέτοιου είδους σκληρές πράξεις ήταν δυστυχώς αρκετά συνηθισμένες.
Όταν ο Κωνσταντίνος ανακηρύσσεται αυτοκράτωρ, ο στρατός αποτελείται ήδη σε μεγάλη μειοψηφία από Χριστιανούς. Η πολιτική του διορατικότητα τον κάνει να καταλάβει ότι αυτοί οι στρατιώτες είναι πολίτιμοι, λόγο της εμφυσιμένης στην νοοτροπία τους από την χριστιανική θρησκεία, τυφλής υπακοής στην κρατική εξουσία, εφ’οσον συμβαδίζει με την πίστη τους. Δεν πίστευαν βέβαια ότι ο αυτοκράτωρ ήταν Θεός, αλλά ότι ήταν ένας «εμπνευσμένος από τον Θεό» Αρχων της αυτοκρατορίας. Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε τότε για πρώτη φορά, και εξακολουθέι να εφαρμόζεται ακόμα στην εποχή μας, 1700 χρόνια αργότερα, σε σημερινές μοναρχίες. Ετσι ο Αυτοκράτωρ θεωρήθηκε, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ως ο Δέκατος Τρίτος Απόστολος, και με αυτή την θεόπνευστη ιδιότητα συγκαλεί και προεδρεύει τις Χριστιανικές Συνόδους, που βάζουν τάξη στις πολύμορφες τάσεις και διαιρέσεις του πρώϊμου Χριστιανισμού.
Οι διαιρέσεις του πρώϊμου Χριστινισμού
Οταν το 324 θεσπίζεται ο Χριστιανισμός επίσημη θρησκεία του κράτους, δεν είχε ακόμα λάβει η Εκκλησία μιά συντονισμένη μορφή, διοτι δεν είχε επιτρέψει αυτό η σχετική ασάφεια των Ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, στους πρώτους δύο αιώνες του Χριστιανισμού, είχαν δημιουργηθεί πολλές θεωρίες γύρω από την φύση του Χριστού (μονοφυσιτισμός, μονοθελησμός, κλπ), του Αγίου Πνεύματος και εν γένει, της Αγίας Τριάδος. Μας επιτρέπεται να πούμε, με κάποια δόση υπερβολής, ότι υπήρχαν τόσες εκδοχές του Χριστιανισμού, όσοι και Επίσκοποι, διότι κάθε ένας είχε δημιουργήσει την δικιά του δοξασία.
Η πρώτη τέτοια διαφορά απόψεων δημιουργήθη τον καιρό των Αποστόλων, όταν χωρίζεται η νεότατη χριστιανική κοινότητα σε Εβραϊζοντες και Εθνικούς. Οι πρώτοι ήθελαν η Χριστινική διδασκαλία να διαδωθεί μόνο μέσα στην Ιουδαϊκή κοινωνία, και αυτό σύμφωνα με την ρήση του Ιησού προς τους Αποστόλους, όπως μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (10 : 5-7): «Τούτους τους δώδεκα απέστειλεν ο Ιησούς παραγγείλας αυτοίς λέγων: εις οδόν εθνών μη απέλθητε και εις πόλιν Σαμαρειτών μη εισέλθητε. Πορεύεσθε δε μάλλον προς τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ. Πορευόμενοι δε κηρύσσετε λέγοντες ότι ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών.». Πράγματι, η πρώτη Χριστιανική Κοινότης της Ιερουσαλήμ με επίσκοπο τον Αδελφόθεο Ιάκωβο, έχει αυτό σαν μοναδικό ιεραποστολικό σκοπό. Η σκληρή εχθρική στάση του Ιουδαϊκού ιερατείου, πρώτα με την προτροπή καταδίκης και εκτελέσεως του Ιησού Χριστού, και μετά με τον λιθοβολισμό από τους οπαδούς της του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, και την συνεχή άρνηση των Ιουδαίων να ενστερνιστούν την νέα διδασκαλία, κάνει μερικούς Αποστόλους, μέ πρωτεργάτη τον Παύλο, να κηρύξουν το Ευαγγέλιο στον Ελληνορωμαϊκό χώρο. Ετσι δημιουργείται η κίνηση των Ελληνιστών, που θέλουν να επεκτείνουν την δασκαλία του Χριστού, σ’αυτούς που ονομάζει η Καινή Διαθήκη: Ελληνες ή Ελληνιστές, δηλαδή όσους μιλούν την «κοινή» ελληνική γλώσσα, όπως διαδόθηκε στους λαούς από τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. [15]
Οπως αναφέρθηκε και παραπάνω στο κεφάλαιο με τίτλο Η Υπαρξη εκπληκτικών βασικών κειμένων, ο πρώτος Κανών χριστιανικών κειμένων καταρτίζεται στην Ρώμη περίπου το 160 μ.Χ. από το εκπληκτικό πρωτοχριστιανό πολυγραφότατο Μαρκίωνα, που του δίνει τον τίτλο Καινή Διαθήκη, για να το διαχωρίσει από την ήδη υπάρχουσα Παλαιά Διαθήκη. Περιλαμβάνει τότε μόνο τα τέσσερα Ευαγγέλια ή κατ’άλλους μόνο το Κατά Λουκάν, όλα όμως καταφανώς λιγότερο εκτενή από ότι τα έχουμε σήμερα, διότι σύμφωνα με ερευνητάς των Γραφών, πολλά αποσπάσματά τους έχουν προστεθεί μεταγενεστέρως. Η Καινή Διαθήκη του Μαρκίωνος περιλάμβανε και τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου εξ ού και το όνομα των πιστών της δοξασίας αυτής: Παυλικανοί, καθώς και την Αποκάλυψη του Ιωάννου. Υποστηρίζει ο Μαρκίων ότι ο Χριστιανισαμός δεν πρέπει να έχει καμιά σχέση με τον Ιουδαϊσμό, γιατί ο Θεός του Χριστινισμού, ως ελεείμων και φιλάνθρωπος, δεν μοιάζει με τον σκληρό τιμωρό Θεό, όπως περιγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη. Κηρύσσει ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι ο δημιουργός του Κακού στον κόσμο, ενώ ό Θεός, του Ιησού Χρηστού είναι ο δημιουργός του Καλού. Επί πλέον υποστηρίζει ότι τα κείμενα της Καινής Διαθήκης που προτίνει, πρέπει να καθαριστούν από ιουδαϊκές παραγράφους ως ανάρμοστες παρεμβολές. Οι υπόλοιποι πρωτοχριστινοί Πατέρες καταδικάζουν τις ιδέες του Μαρκίωνος, καθώς και την επιλεκτική επιλογή των Γραφών και καταστρέφονται όλα τα συγγράμματά του. Ο,τι γνωρίζουμε από αυτά, είναι τα αποσπάσματα που περιλαμβάνονται σε βιβλία Πατέρων της Εκκλησίας, που τα αναφέρουν με σκοπό να τα καταπολεμήσουν. Ο Μάρτυς Πολύκαρπος της Σμύρνης τον αποκαλεί μάλιστα «πρωτογενή του Σατανά».
Σπουδαία φιλοσοφική πρωτοχριστιανική δοξασία ήταν των Γνωστικών, γνωστών και ως Βαλεντιανών, από το όνομα του αρχηγού τους Βαλεντίωνος. Οι δοξασίες τους βασίζοναν σε μερικά Απόκρυφα πρωτοχριστιανικά κείμενα, που δεν περιλαμβάνονται στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης όπως τον ξέρουμε σήμερα. Οι Γνωστικοί επιθυμούν την ελληνοποίηση της θρησκείας, όπως οι Παυλικανοί, αλλά περιλαμβάνουν όμως και πολλές τάσεις μαγείας, εμπνευσμένες από διαφορετικές μυθολογίες και προχριστιανικές φιλοσοφικές δοξασίες. Η διδασκαλία τους μπορεί να θεωρηθεί σαν μια δυιστική θρησκεία, που θεωρούσε ότι η απολύτρωση του ανθρώπου γίνεται δια του Ιησού Χριστού και ταυτόχρονα με την βοήθεια της μαγείας. [16]
Μιά άλλη δοξασία του πρωτοχριστιανικού κόσμου, των Δονατιστών, όνομα που προέρχεται από τον Δονάτο, που την κυρύσσει στις χριστιανικές κοινότητες της Βορείου Αφρικής, είναι μια πολύ αυστηρή στα ήθη δοξασία και δεν έχει πολλές διαφορές με τον αποδεκτό Χριστιανισμό. Θεωρεί όμως παράνομα όλα τα ιερά μυστήρια και καταδιώκει όσους ιερείς συνέπλευσαν με τις ρωμαϊκές Αρχές κατά τις διώξεις των Χριστιανών. Οταν οι συναυτοκράτορες Μέγας Κωνσταντίνος και Λικίνιος, εκδίδουν το 313 το Εδικτο των Μεδιολάνων, που αναφέρει ότι κάθε πολίτης της αυτοκρατορίας έχει το δικαίωμα να ασκεί την θρησκεία της επιλογής του, και συνάμα διατάζει να επιστραφούν στους Χριστιανούς, όλοι οι οίκοι λατρείας, που είχαν επιταχθεί, οι Δονατιστές θεωρούν ότι πρέπει μόνον αυτοί να τους διαχειριστούν, διότι μόνον αυτοι είχαν παραμείνει πιστοί στην θρησκεία. Το δόγμα των Δονατιστών διατηρήθηκε στην Βόρεια Αφρική μέχρι τον 7ο-8ο αιώνα, και εξουδετερώθηκε μετά από δυναμική ενέργεια των αυτοκρατορικών όπλων.
Στην πλέον σπουδαία δοξασία των Αρειανών, ο ιδρυτής της Άρειος διδάσκει ότι ο Χριστός δεν είναι Ομοούσιος με τον Θεό, αλλά πλάσμα του ως Υιός του, στον οποίο εμφύσισε ιδιέταιρες θεϊκές ιδιότητες. Κηρύττει οτι μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων υπάρχει ολόκληρη σειρά ιερών και αγγελικών υπάρξεων, και ο Ιησούς Χριστός, ως Υιός του Θεού, είναι ο πρώτος μεταξύ τους, αλλά τονίζει όχι Ομοούσιος του Θεού. Αυτή η δοξασια είχε πολλούς οπαδούς σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας. Ο υπέροχος οργανωτής του κράτους Μέγας Κωνσταντίνος, θέλει να καταστήση την Χριστιανική Εκκλησία έναν από τους τρεις στηλοβάτες της αυτοκρατορικής εξουσίας του, οι άλλοι δύο είναι ο Στρατός, που ανακηρύσσει τον αυτοκράτορα, και η Σύγκλητος, δηλαδή ο Λαός, που τον εγκρίνει. Σαν τρίτος στηλοβάτης λοιπόν, η Εκκλησία δίνει στον αυτοκράτορα το Ιερό Χρήσμα στο όνομα του Θεού. Καταλαβαίνει όμως ο Κωνσταντίνος, ότι Εκκλησία χωρίς ενιαίο δόγμα και κεντρική διοίκηση, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει και οτι ο τόσο ισχυρός Αρειανισμός θα εξασθένιζε την επίσημη Εκκλησία. Καλεί λοιπόν το 325 στην Νίκαια (κοντά στην Κωνσταντινούπολη), την πρώτη Σύνοδο υπό την προεδρία του, οπου καταδικάζει τον Αρειανισμό και αποφασίζει το Σύμβολον της Πίστεως, που παραμένει μέχρι σήμερα η βάση του Ορθόδοξου Χριστινισμού, χωρίς όμως να έχει γίνει αποδεκτό από άλλα δόγματα, εξ’ίσου πιστά στην ευαγγελική διδαχή του Ιησού Χριστου.
Από την εποχή εκείνη έχουν συγκληθεί πολλές Σύνοδοι, τόσο από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, όσο και από την Εκκλησία της Ρώμης και άλλων χριστιανικών δογμάτων, για βάλουν μια, κατά γνώμη τους, τάξη στην Χριστιανική δοξασία, και έτσι απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από την εκπληκτική διαύγεια της Επί του Ορους Ομιλίας του Ιησου Χριστού, του αληθινού φάρου της Χριστιανικής Πίστεως, του μόνου οδηγού των Πιστών.
Στάθης Παπασταθόπουλος
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.“> stathis.papastathopoulos@chello.be
+++++++++++++++++
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Beard, Mary: Παρουσίαση του βιβλίου του Jerry Toner: Popular Culture in Ancient Rome, ( Polity), στο Times Literary Supplement στις 19.03.2010 σελ.9.
Beckett, Lucy : Παρουσίαση του βιβλίου του Diarmaid MacCulloch: A History of Christianity (Allen Lane), στο Times Literary Supplement στις 29.01.2010 σελ. 11.
Beckett, Lucy: Παρουσίαση του βιβλίου της Paula Fredriksen: Augustine and the Jews (Doubleday), στο Times Literary Supplement στις 02.O4.2010, σελ. 7.
Bultmann, R.: Christianisme primitif (French edition: Payot Pars 1969).
Γράβιγγερ, Πέτρου: Ο Πυθαγόρας και η Μυστική Διδασκαλία του, Ιδεοθέατρον – Δίμελη, Αθήναι 1998
Carcopino, Jérôme : La Basilique Pythagoricienne de la Porte Majeure à Rome, L’Artisan du Livre, Paris 1944.
Chambers Biographical Dictionary (Chambers Harrap, Edinburg 1997).
da Costa Esq., Hippolyto Joseph: Sketch for the History of the Dionysian Artificers, London 1820 (Επανεκτύπωση Macoy Publishing Co., New York, 1936).
Cullmann, Oscar : Des Sources de l’Evangile à, la formation de la théologie chrétienne (Delechaux & Niestlé S.A., Neuchâtel/Paris 1969).
Cullmann, Oscar: Noêl dans l’église ancienne, (Cahiers théologiques de l’actualité protestante (Delechaux & Niestlé S.A., Neuchâtel/Paris 1949)
Daniel-Rops : L’Eglise des Apôtres et des Martyres (Fayard Paris 1948)
Eliade/Couliano: Dictionnaire des Religions (Plon Paris 1990).
Eusebius od Caesarea: The Ecclesiastical History (Loeb Classical Library; William Heinemann Ltd., Londpn MCMLXV).
Daniel-Rops : L’Eglise des Apôtres et des Martyres (Fayard Paris 1948).
Decharme P.: Ελληνική Μυθολογία (Αθήνα 1959).
Everyman’s Dictionary of Non-Classical Mythology (Dent, London 1952).
Freyburger-Galland,M.L., G. Freyburger, J.C.Tautil: Sectes religieuses en Grèce et Rome ( Les Belles Lettres, Paris 1986
Φιλόστρατος: Απολλώνιοις ο Τυανεύς, «Πάπυρος» Αρ. 41, Αθήναι 1938 και Loeb Classical Library, Harvard U. P. 1989.
Graves, Robert: The Greek Myths (The Folio Society, London 1996).
Hitchens, Christopher: Παρουσίαση του βιβλίου του Philip Pullman : The Good Man Jesus and the Scoundrel Christ (Canogate) στο Times Literary Supplement.
Kenny, Anthony : Παρουσίαση του βιβλίου του David Bentley Hart: Atheist Illusions, στο Times Literary Supplement στις 19.02.2010, σελ.11.
Lactance : De Mortibus Percecutorum (Editions du Cerf « Sources chrétiennes », Paris 2006 :
Rundle Clark, R.T.: Myth and Symbol in Ancient Egypt (Thames & Hudson, London 1978).
Meslin, Michel : Le Christianisme dans l’empire romain ;( PUF 1970.)
Σακελλαρίου, Γεωργίου Θ. : Πυθαγόρας ο Διδάσκαλος των Αιώνων, Αθήναι α,η
Veyne, Paul: Quand notre monde est devenu chrétien (Albin Michel, 2007)
+++++++++
[1] Δες Βιβλιογραφία: Beard : Jerry Toner
[2] Da Costa.
[3] Σακελλαρίου, Γράβιγγερ, Carcopino.
[4] Οι πηγές πληροφοριών για όλες τις θρησκείες, αναφέρονται στην Βιβλιογραφία και με στοιχεία: . Eliade/Couliano, .Rundle Clark, Everyman’s, Decharme και Graves.
[5] Φιλόστρατος,
[6] Ϊσως αυτο να αποτελεί την πρώτη λογοκρισία της ιστορίας. Η δεύτερη έγινε στα συγγράμματα του αντιχριστιανού Ρωμαίου φλοσόφου Κελσίου, που γνωρίζουμε μόνο τα αποσπάσματα που περιέλαβε στα κείμενά του ο πολύς Οριγένης για να τα καταπολεμήσει.
[7] Bennet, Lucy.
[8] Beckett.
[9] Kenny.
[10] « Ηλί, ηλί, λιμά σαβαχθανί». Ματθαίος 27:46, Μάρκος 15:33 και Λουκάς 23:46.
[11] Lactance : De Mortibus Persecutorum 34 και 48 (αναφέρεται και στον Meslin, σελ. 88-89).
[12] Cullmann, Oscar : Noël
[13] Eusebius
[14] Veyne.
[15] Cullmann, Oscar : Des Sources….
[16] Bultmann.